Καλώς ήρθες, Ιούλιε…με ένα Αγρίμι από Ασήμι…
ΑΓΡΙΜΙ ΑΠΟ ΑΣΗΜΙ
Μες στα σκοτάδια του μυαλού όρμησε ένα αγρίμι
που είχε ξύλινη καρδιά, κορμάκι από ασήμι.
Στα φλεβοδρόμια χύθηκε των λογισμών τα μαύρα,
που παίζουν του Ίσκιου τα παιδιά και της Ψυχής η λαύρα
για νά ‘βρει τόπο απάτητο απ’ όνειρο κι ελπίδα,
ξέρα ακατοίκητη απ’ το φως, ντούρα στην καταιγίδα.
Μα όσο αυτό πιλάλαγε, τόσο άναβε η καρδιά του
το ξύλο σπιθοβόλαγε, τρίζαν τα σωθικά του.
Να ξαποστάσει αν στέκουνταν για να κρυώσει το αίμα,
παγίδες-βρόχια τού ‘στηναν οι πόθοι και το ψέμμα.
Και δος του εκείνο τό ‘σκαγε και δος του κυνηγιούνταν
ψέμμα κι αλήθεια μέσα του και κονταροχτυπιούνταν.
Έτσι στα σκότη του μυαλού τ’ ατίθασο τ’ αγρίμι
επολεμούσε μάταια, ώσπου έλιωσε τ’ ασήμι.