Η Φωτεινή κι η Σκοτεινή
κι η Χαμηλοβλεπούσα,
στήνουν σοφρά στην Κέρκυρα,
στη Σύμη, στη Γραμβούσα.
Ο Άστατος, ο Ανάστατος
κι ο Αίθριος με τ’ άσπρα,
μονομαχούν στα τρίστρατα
και στα ψηλά τα κάστρα.
Το Ίσιο, το Ανάστροφο
και το Διακεκομμένο,
το θέλω έχουν ανείπωτο,
το πρέπει ειπωμένο.
Η Ταραγμένη, η Ήσυχη
κι η σφόδρα Κυματώδης,
άλλοτε «λάδι» γίνονται
και άλλοτε Ηρώδης.
Κι εσύ απαιτείς να σ’ αγαπώ
πέρα και πάνω απ’ όλα,
ν’ αράξω το καϊκι μου
στου Έρωτα τη χώρα.
Πως ν’ αρκεστώ στην ίδια ακτή,
στην ίδια την παρέα,
το αίμα μου όταν κυβερνά
το δοιάκι του Οδυσσέα;