Ένα ταξίδι με το πλοίο της γραμμής κατάμεστο από κόσμο μπορεί -όσο κι αν αυτό ακούγεται παράξενο- να σε βάλει σε απόλυτη μοναξιά. Κάτι τέτοιες στιγμές, με τον Πειραιά πίσω σου σαν φθαρμένη ασπρόμαυρη γκραβούρα και τους γλάρους να προσπαθούν σχεδόν κάτω απ’ τη μύτη σου να τσιμπήσουν το κουλούρι του πιτσιρικά, συμβαίνει συχνά ν’ αφήνεις τις αισθήσεις σου τόσο ελεύθερες, ώστε να γίνεσαι ένα μ’ αυτές. Ακόμη και οι σκέψεις σου αποκτούν μια διάσταση χειροπιαστή, “μια γεύση τρικυμίας στα χείλη”(1), χρώμα, άρωμα και ήχο. Το ταξίδι παύει να είναι ένα όνειρο ενάντια στην πραγματικότητα. Γίνεται το ίδιο μια πραγματικότητα ονείρου. […]
Υπάρχει ακόμη η άλλη Ελλάδα. “Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής υπάρχουν χωρίς να τα ζητήσει κανένας”. Ναι, σίγουρα. Αλλά ως πότε; “Καιρός πανιά, καιρός κουπιά…”. Ν’ αρχίσουμε ν’ ανησυχούμε.
Αυτά έγραφα τον Αύγουστο του 1993 στο περιοδικό “Νέα Οικολογία”, σε ένα από τα πρώτα κείμενά μου που δημοσιεύθηκαν σε έντυπο. “Έπεσα” πάνω του σήμερα τακτοποιώντας το αρχείο μου και με κατέκλυσαν συναισθήματα ανάμεικτα…
(1) Οδυσσέα Ελύτη, “Η Μαρίνα των βράχων”, Προσανατολισμοί, εκδόσεις Ίκαρος
(2) Γιώργου Σεφέρη, “Θερινό Ηλιοστάσι”, Ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος
Η φωτογραφία από το οικογενειακό μας άλμπουμ.