«Παρόλο που από πολλούς θεωρήθηκε απλοϊκό και εύκολο, το εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο αντιμετωπίζει δύο τουλάχιστον προκλήσεις, που το καθιστούν ενδιαφέρον ακόμη και για απαιτητικούς αναγνώστες: Από τη μια το γεγονός ότι απευθύνεται σε ένα ιδιαίτερα ανομοιογενές και διευρυμένο ακροατήριο, αφού οι μικροί αναγνώστες του, μη γνωρίζοντας ακόμη ανάγνωση, απαιτούν τη συνδρομή ενήλικων συν-αναγνωστών. Από την άλλη, δύο κώδικες κατασκευάζουν μια ιστορία, που δεν είναι ούτε αυτή που αφηγούνται οι λέξεις ούτε εκείνη που δείχνουν οι εικόνες, αλλά μια τρίτη, που προκύπτει από τη συνεργασία των δύο. Υπηρέτης δυο αφεντάδων το εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο, καταφέρνει την ίδια ώρα που μιλά στον μικρό να απευθύνεται συγχρόνως και στον ενήλικο και την ίδια στιγμή που διαβάζεται ως λεκτικό κείμενο να γίνεται και αντικείμενο παρατήρησης ως μια σειρά από εικόνες». Αυτά σημειώνει, μεταξύ άλλων, στην πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη της με τίτλο «Το σύγχρονο εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο» (εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2008) η κυρία Αγγελική Γιαννικοπούλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Παιδικής Λογοτεχνίας στο ΤΕΑΠΗ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Παίρνοντας στα χέρια μου «Το κόκκινο μπαλόνι της μασκαρούς Χαράς» της συγγραφέα Κάτιας Πινό, μου ήρθε στο μυαλό αυτή η τόσο περιεκτική και ακριβής περιγραφή του εικονογραφημένου παιδικού βιβλίου. Το διάβασα ενδεδυμένη αναπόφευκτα όλους τους «ρόλους» που τυγχάνει να ενσαρκώνω στη φάση αυτή της ζωής μου: της ενήλικης αναγνώστριας, της μητέρας, της παιδαγωγού, της συγγραφέα και βέβαια του παιδιού-αναγνώστη, που πάντα επιδιώκω να διατηρώ μέσα μου. Και το διάβασα τρεις φορές: μία εστιάζοντας στο κείμενο, μία εστιάζοντας στην εικονογράφηση της Νίκης Λεωνίδου και μία απολαμβάνοντας τη σύζευξη και συνεργασία και των δύο αυτών «μαστόρων»: του λόγου και της εικόνας.
Η λιλιπούτεια Χαρά του παραμυθιού μας είναι κόρη του Ανέμου και της Αγάπης. Ο πρώτος συνειρμός που έκανα είναι ότι τα δύο Α γεννούν ένα Χ και η συλλαβή που προκύπτει αν τα βάλουμε μαζί, είναι ο ήχος του γέλιου: ΑΧΑ ΧΑ! Η Χαρά είναι «μικροκαμωμένη», «διαφορετική». Σε «κόκκινο μπαλόνι» διαλέγει να κατοικεί. Κόκκινο το χρώμα της Αγάπης, της μητέρας της, με αέρα φουσκωμένο το σπιτικό-μπαλόνι της, θυμίζει τον Άνεμο πατέρα της. Η Χαρά, σαν μοναχοπαίδι που είναι, λαχταρά να σχετιστεί. Ν’ αποκτήσει φίλους, να γίνει μέλος μιας παρέας, να επικοινωνήσει, να μοιραστεί. Αλλά δεν τα καταφέρνει. Τα παιδιά, τα πλάσματα που την ενδιαφέρουν περισσότερο και επιχειρεί να προσεγγίσει, μοιάζουν με κάστρα απροσπέλαστα. «Σαν να κουβαλούσαν κιόλας τα χρόνια των παππούδων τους».Δεν θα έπρεπε να μας απασχολήσει το γιατί; Εδώ μου ήρθε στο νου το κλασικό έργο του Ρουσό “Αιμίλιος ή Περί Αγωγής” (δημοσιεύθηκε το 1762). Σε αυτό, ένας δάσκαλος επιχειρεί να διδάξει ένα μικρό παιδί μέσα σ’ έναν υπέροχο κήπο, αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Ρουσό υποστήριξε ότι τα παιδιά δεν είναι…μικροσκοπικοί ενήλικοι, αλλά αντιλαμβάνονται τον κόσμο με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο. Ο δάσκαλος οφείλει να τα βοηθά να ανακαλύπτουν τη γνώση και όχι να παριστάνει την απόλυτη αυθεντία. Και αυτό να το προσπαθεί σε συνθήκες χαράς και ελευθερίας. Η λογική έχει την αξία της στη διαδικασία της εκπαίδευσης αλλά εξίσου, ίσως και περισσότερο, σημαντικά είναι τα συναισθήματα. Οι ιδέες του αυτές άλλαξαν την παιδαγωγική επιστήμη…
Αλλά ας επιστρέψουμε στη Χαρά, που στην προσπάθειά της να κατανικήσει τη μοναξιά της και τα αρνητικά συναισθήματα που αυτή της προκαλεί, καταφεύγει σε ένα αρκούντως παραμυθένιο «κόλπο»: αρχίζει να μασκαρεύεται, για να κερδίσει την προσοχή μικρών αλλά και μεγάλων. Οι μεταμφιέσεις που προτιμά, οι ρόλοι που επιλέγει να παίξει, είναι εξόχως ελκυστικοί. Ως νεράιδα και ως κλόουν γίνεται επιτέλους αξιοπρόσεκτη και αξιαγάπητη κατ’ αρχήν από τα παιδιά. Άλλο που δεν θέλει! Το ρίχνει στα πειράγματα, στα παιχνίδια, στα τερτίπια, στις φιγούρες και στα τσαλίμια. Και σκορπίζει απλόχερα την ευθυμία, την ψυχαγωγία και τη χαρά ως…μασκαρού πλέον Χαρά! Ζωντανεύει τα άψυχα παιχνίδια και ξυπνά τα παιδιά από το λήθαργο του ενήλικου καθωσπρεπισμού που τα περικλείει τόσο ασφυκτικά, ώστε να χάνουν κι αυτόν ακόμη τον παιδιάστικο εαυτό τους. Και κερδίζει τα περιπόθητα φιλιά τους, ντυμένη με τη φορεσιά της μητέρας της, της Αγάπης. Βρίσκει, επιτέλους, τον εαυτό που πάντα ήθελε να έχει και κυρίως να εκφράζει, έστω και μασκαρεμένη. Αλλά τί γίνεται όταν η Χαρά ξεμασκαρεύεται; Όταν, αποκαμωμένη από τα παιχνίδια και τα χοροπηδητά, αποσύρεται διακριτικά στο κόκκινο μπαλόνι της για να ξεκουραστεί; Και τί θα γινόταν αν μια μέρα αποφάσιζε να μην ξαναμασκαρευτεί;
Θα έλεγα ότι «Το κόκκινο μπαλόνι της μασκαρούς Χαράς» δεν είναι άλλη μία χαριτωμένη ιστορία για παιδιά. Είναι ένα κείμενο που μπορεί να εγείρει πολλές διαφορετικές αναγνώσεις, καθώς βρίθει συμβολισμών που προφανώς δεν “ερεθίζουν” πρωταρχικά τα παιδιά, αλλά μπορούν ωραιότατα να θέσουν σε πνευματική εγρήγορση τους μεγάλους. Θέτει με απλό και τρυφερό τρόπο ερωτήματα που μας ταλανίζουν από τα μικράτα μας ως τα γηρατειά μας. Τί σημαίνει επικοινωνία, φιλία, προσφορά, αυτογνωσία, αυτοπεποίθηση, πώς βρίσκει ο καθένας μας τη χαρά της ζωής (του) και -το σημαντικότερο- πώς τη μεταδίδει στους συνανθρώπους του και πώς όλοι μαζί καταφέρνουμε (αν καταφέρνουμε) να την εγκαθιδρύσουμε και (ακόμη δυσκολότερο) να τη διατηρήσουμε στον κόσμο μας…
Η γλώσσα της Κάτιας Πινό είναι ρέουσα, σαν ποταμάκι ειρηνικό, με ειδυλλιακές όχθες, φορτωμένες ήχους, χρώματα κι αρώματα. Στα ατού της και αυτά που, πάντα με ευαισθησία και γλυκύτητα, εννοούνται ή υπονοούνται. Η εικονογράφηση της Νίκης Λεωνίδου δημιουργεί από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου μία ευφρόσυνη οικειότητα. Προσωπικά, θα φανταζόμουν τη Χαρά περισσότερο…διαφορετική και ανατρεπτική εικονογραφικά. Υπέροχος ο δισέλιδος πατέρας Άνεμος, που, αν και ιπτάμενος, μου έφερε στο νου το θεό Ποσειδώνα. Η έκδοση της Παρρησίας (2013) προσεγμένη και καλαίσθητη. Το μόνο που μου έλειψε και κάπως με δυσκόλεψε ήταν η αρίθμηση των σελίδων. Και μία πρόταση, αν μου επιτρέπεται, από τη σκοπιά του παιδιού-αναγνώστη: θα ευχόμουν οι περιπέτειες της μασκαρούς Χαράς να έχουν και συνέχεια…Μασκαρού Χαρά είναι αυτή! Δεν ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα μαζί της!