Σεργιάνι βγήκε στ’ Άπειρου το στέρνο η Αρκούδα,
λαμπρή, ομορφοστόλιστη, ξέγνοιαστη κοπελούδα.
Κι ως έφερνε γυροβολιά απ’ το Βορρά ως το Νότο,
ίδρωσε, πασπαλίστηκε με της δροσιάς το χνώτο.Φεγγάρι βρήκε, ακούμπησε λίγο να συνεφέρει
κι έκατσε να συλλογιστεί σαν τί έχει καταφέρει,τόσα χρονάκια, αμέτρητα, στα ουράνια που πορίζει,
με τ’ άστρα τα συντρόφια της και γλυκοσεργιανίζει;Κάστρο χρυσό δεν έστησε, μ’ άγρια θεριά στην πύλη,
ν’ αλλάζουν στράτα οι οχτροί, να προσκυνούν οι φίλοι.Γαλέρα δεν αρμάτωσε, μ’ ανίκητα κανόνια,
με καπετάνιο λήσταρχο και πλήρωμα τελώνια.Κομήτη δε λαχτάρησε ποτέ ν’ ακολουθήσει,
για να βουτήξει στη φωτιά, στην ξέφρενή του πτήση.Παρά μονάχη διάλεξε να στέκει, ν’ αγναντεύει
του Γαλαξία τα διάσελα, Γης να μην τη στενεύει.Κι όταν την κόβει η μοναξιά, μ’ ατσάλινο μαχαίρι,
να φέγγει, για να βλέπουνε όσοι γυρεύουν ταίρι.Υστερόγραφο: η “Έναστρη Νύχτα” του Βίνσεντ Βαν Γκογκ όπως “ζωντανεύει” από τον Πέτρο Βρέλλη