Βιογραφία

scan0049

Μέσα σε λαγκαδιά σκιερή και σε ρουμάνι μαύρο
απ’ τ’ όνειρο ξεπόρτισα τη μοίρα μου για να ’βρω.

Κι είχα μαζί τα μάτια μου και τ’ αδειανά μου χέρια.
Τα χέρια ψάχναν για κορμί, τα μάτια μου γι’ αστέρια.

Κι είχα στ’ αυτιά τη χλαλοή, του κόσμου την αντάρα
και στης ψυχής μου το φλασκί τ’ Ομήρου την κιθάρα.

Κι όποτε με νταγιάντιζε τ’ ανθρώπου η κατρακύλα,
έπινα και δροσέρευα απ’ της Ψυχής τα φύλλα.

Κι ένα χελιδονόψαρο είχα μες στο μυαλό μου,
να με προγκάει να ξανοιχτώ πιο πάνω απ’ τον αφρό μου.

Κι είχα στ’ απανωβλέφαρα του φεγγαριού το τούλι,
να με σκοτίζει, όπου αγαπώ να παίζει το κρυφτούλι.

Κι είχα στον ώμο το δεξί τ’ Αγιού Συμεών σημάδι,
και μες στο ζωναράκι μου του πρόσφυγα τ’ αλφάδι.

Κι είχα του Αιγαίου φυλαχτό, κοχύλι στο λαιμό μου
και γι’ ακρινό προσκέφαλο μαχαίρι στο πλευρό μου.

Μα όσα κι αν είχα, μάτια μου, μονάχη πορευόμουν.
Στα τρίστρατα έτρωγα ψωμί, στην πέτρα ξαπλωνόμουν.

Του κάκου πάντα γύρευα τα γονικά του Κόσμου,
να τα ρωτήσω να μου πουν αν θα γενείς δικός μου.

Τι ο Κόσμος έχει κύρη του και μάνα τον εαυτό του.
Κρυφό κρατά λογαριασμό και νόμον εδικό του.

Κι όποιος πατήσει άγουρος στ’ Αδύτου τα παλάτια,
του δίνει μια και τον πετά στα Τάρταρα κομμάτια.

Κι αν κάνει πως περήφανα σηκώνει το κεφάλι,
του στέλνει μια Πεντάμορφη να τονε πιάσει ζάλη.

Κι αν κάνει πως δεν νοιάζεται παρά για το σκοπό του,
του ρίχνει στάχτη στο πιοτί, να χάσει το μυαλό του.

Κι αν από πείσμα και βουλή τριτώσει η αποκοτιά του,
του στέλνει ένα γυπαετό να φάει τα σωθικά του.

Γι’ αυτό κανείς δεν γύρισε τη μοίρα του καπάκι.
Ως κι ο Δυσσέας, ο Διγενής, ξεμπάρκαρε στο Θιάκι.

Πώς να σταθεί μια λυγαριά στου λιονταριού το πλάι;
Ενός φιλιού το θρόισμα τη γέρνει και τη σπάει.

Evi_monografi