Είμαι ένας τοίχος χτισμένος πριν από 70 περίπου χρόνια. Όταν η γιγάντια γερασμένη πόλη μας ήταν ακόμη πιτσιρίκα και στις οικοδομές εργάζονταν χτιστάδες μερακλήδες. Ο μπάρμπα – Ανέστης από τον Πόντο, με έχτισε. Σαν ψηφιδωτό το κέντησε το σώμα μου: δεκάδες πέτρες σμιλεμένες κατάλληλα με το χέρι, ώστε να πάρουν σχήμα ταιριαστό, σώριασε στη γωνιά το φορτηγό. Για να «κουμπώσουν» η μία με την άλλη, να ενωθούν τέλεια σαν αγαπημένοι εραστές, ανταλλάσοντας φιλιά από άμμο, νερό, τσιμέντο και ασβέστη. Όσο μ’ έχτιζε, το χωρατό δεν έλειπε από το στόμα του. Και σαν γουργούριζε λιγάκι το στομάχι, έχωνε το βαρύ, ροζιασμένο χέρι στις τσέπες και γέμιζε το στόμα του φουντούκια. Μεγάλα, τραγανά, αρωματικά λεπτοκάρυα. Καρπούς της πατρίδας του, της Κερασούντας. Που την άφησε επτάχρονο παιδάκι το ’22, για να φτάσει σαν άλλος Οδυσσέας, μετά από πάθη και βάσανα μεγάλα, στον Πειραιά. Αλλά η προσφυγιά δεν τον σκότωσε. Σκληρή κι ανθεκτική σαν τις πέτρες μου έκανε την καρδιά του. Και πήγε τη ζωή του παρακάτω.
Αποστολή μου είναι να προστατεύω τον αυλόγυρο ενός σχολείου. Τους μαθητές, τους δασκάλους, τα δέντρα και τα φυτά του σχολικού κήπου, τα όνειρα όλων. Και τι δεν έχω δει και τι δεν έχω ακούσει τόσα χρόνια. Πόσες και πόσες μπάλες όλων των ειδών και των μεγεθών δεν έχω φάει…τοιχοκούτελα. Τα πρωτάκια παίζουν αχόρταγα. Κυνηγιούνται κι όλο καταφεύγουν επάνω μου για να ξαποστάσουν, ή για να κρυφτούν. Τα μεγαλύτερα παιδιά σκαρφαλώνουν στο πεζούλι μου, αράζουν σαν τεμπέλικα γατάκια και κουβεντιάζουν. Ροδάνι πάει το στόμα τους μέχρι να ηχήσει το κουδούνι για να επιστρέψουν στο μάθημα. Το διάλειμμά τους είναι το δικό μου μάθημα. Και τι δεν μαθαίνω από τις κουβέντες τους: πώς έγραψε ο Δημήτρης στο διαγώνισμα της φυσικής, ποιον τιμώρησε η δασκάλα της τετάρτης επειδή πέταγε σαϊτες την ώρα της παράδοσης, με ποιον είναι ερωτοχτυπημένη η Αριάδνη, τι αδικία έκανε ο διαιτητής στο σχολικό πρωτάθλημα και έχασε την πρόκριση η ομάδα, ποια έχει την καλύτερη φωνή από την παρέα της έκτης για να μπει επικεφαλής στο μαθητικό συγκρότημα, πως φτιάχνεις σελίδα στο facebook. Όρεξη να ’χεις ν’ ακούς!
Μερικές φορές συμβαίνουν και πράγματα που με κάνουν να νιώθω ευάλωτος και διάφανος σαν πούπουλο κι ας είμαι σκληρός και αδιαπέραστος. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα δάκρυα που με πότισε ο Χρηστάκης όταν χώρισαν οι γονείς του. Ή το σφιχταγκάλιασμα της Μαίρης με τον Ιάσονα όταν έμαθαν ότι ο μεγάλος τους ξάδερφος, ο Στέλιος, πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών.
Τις νύχτες που το σχολείο ερημώνει και ησυχάζει, στρέφω την προσοχή μου στη λεωφόρο. Άλλοτε με ταχύτητα και άλλοτε σημειωτόν, εξαιτίας της κίνησης, κάθε είδος τροχοφόρου ρίχνει επάνω μου τα φώτα του, λες και με περνά από ανάκριση για να του αποκαλύψω τα μυστικά μου. Που να ησυχάσεις…Άλλοτε ξιπάζομαι σαν παππούς που τον σκούντησαν απότομα, ενώ είχε πάρει τον υπνάκο του στην πολυθρόνα με την εφημερίδα στο χέρι. Άλλοτε με πιάνει περιέργεια και αγωνία, όταν με «χτενίζουν» εξεταστικά οι προβολείς των περιπολικών. Ποιον να ψάχνουν πάλι, τι κακό να έγινε; Άλλοτε χαμογελάω όταν με κατακλύζουν σαν ένα μπουκέτο από πυροτεχνήματα τα φώτα μιας νυφικής πομπής. Μπροστά μπροστά, στο αυτοκίνητο της νύφης, οι λευκές μεταξωτές κορδέλες ανεμίζουν παιχνιδιάρικα, οι κόρνες ηχούν πανηγυρικά και όλοι είναι ντυμένοι τον πιο λαμπερό εαυτό τους…
Είναι στιγμές που θα ήθελα να έχω στόμα, για να φωνάξω και να διαμαρτυρηθώ. Όπως τότε που είδα ένα κλεφτρόνι να χτυπάει μια γριούλα για να αρπάξει την τσάντα της. Να διαλαλήσω ότι δεν μου αρέσει να με μαυρίζει το καυσαέριο που με μπουκώνουν κάθε ώρα και στιγμή οι εξατμίσεις των αυτοκινήτων σας. Κι ότι επειδή το σώμα μου είναι πετρόχτιστο, δεν είμαι και η καταλληλότερη επιφάνεια για γκράφιτι. Μάλλον με ασχημαίνετε παρά με καλλωπίζετε με τα σπρέι σας. Να σας θυμίσω ότι στο ανάγλυφο σώμα μου έχουν αποτυπωθεί στιγμές από τη συλλογική μνήμη αυτής της πόλης. Από τους σεισμούς που τραντάζουν κατά καιρούς βίαια την καθημερινότητά σας, μέχρι τη συγκέντρωση ρούχων και τροφίμων για τους ανθρώπους – θύματα της νέας ανέχειας που ονομάσατε «οικονομική κρίση».
Ένα ατίθασο κρινάκι φυτρώνει κάθε Απρίλη σε μια σχισμή, κάπου κοντά στην καρδιά μου. Του ψιθυρίζω χαϊδευτικά πως είναι η δική μου βασιλική πορφύρα, το ρούχο της χαράς και της σχόλης, ο πολύτιμος οιωνός της αναγέννησης. Κάθε χρόνο σας ατενίζει με τις χρυσαφιές του βλεφαρίδες φορτωμένες ανοιξιάτικες προσδοκίες. Ποιος το προσέχει; Ποιος καταλαβαίνει πως είμαι “ζωντανός”, για να πάρει το μήνυμα;
Εικόνα: http://fikos.gr/fikos/?lang=Gr