Μαύρο μου ρόδο, νύχτας βιος σ’ άλμπουρο πελαγίσιο
για χάρη σου ξεστράτισα απ’ το δρομί το ίσιο.
Πήρα χρυσάφι κεραυνό κι άναψα τη φωτιά σου,
να ’ρχονται να ζεσταίνονται οι λύκαινες σιμά σου.
Σε κύκλο να σε βάζουνε, στα πούπουλα να σ’ έχουν.
Άλλη έννοια να μην τις κρατά, εσένα να προσέχουν.
Στα μάτια σου να βλέπουνε δροσόνερα καθάρια,
άλογα να καλπάζουνε, μ’ αστρίτες χαλινάρια.
Κρίνα μαβιά, ανέγγιχτα από εχθρού ρουθούνι,
που δεν τα πάτησε ποτέ ανθρώπινο τακούνι.
Πανώριους βασιλαετούς παρέκει φωλιασμένους,
στα βλέφαρά σου, μάτια μου, ήσυχα κουρνιασμένους.
Μα εσύ αφρόδιχτα άπλωσες μπροστά στα βήματά μου,
να πέσω μέσα, να χαθώ για την αποκοτιά μου.
Αν είχες κάστρο για καρδιά, μ’ άπαρτο προμαχώνα,
θα ’βγαινα να σε πολιορκώ ως την αυγή του αιώνα.
Μπας και νοιαστείς κι αποκριθείς μ’ ένα πικρό σου βόλι
και λαβωμένο με δεχτείς, σ’ ατρύγητο περβόλι.
Μικρή πατρίδα είναι η γης για το δικό σου μπόι.
Άστρο κρατάει τη μοίρα σου σε ζόρικο αγώι.
Να σ’ αποκτήσω αλλιώτικα δε δύναμαι, ακριβό μου.
Για σένανε γουλιά-ματιά θα σπάσω τον εαυτό μου.
Οι πίνακες είναι της Λίας Καδέρογλου, ανάγλυφα κάστρα, μπάλσα (είδος ξύλου) πάνω στον καμβά. Δική της αυτοσχέδια τεχνική, με μελάνια πάνω σε νερό.