“Έρως και Ψυχή”, Αγαλματίδια από τερακότα, αρχές 1ου αιώνα π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας
Ζούσε κάποτε με τους γέροντες γονείς και τις δύο παντρεμένες αδερφές της, μια κοπέλα πεντάμορφη, προικισμένη μ’ όλες τις χάρες του ουρανού. Την έλεγαν Ψυχή κι όλη η πλάση τη θαύμαζε και την ποθούσε. Αλλά εκείνη γνώριζε βαθιά μέσα της πως το ταίρι της δεν μπορούσε παρά να είναι μοναδικό σαν και τον εαυτό της. Περίμενε, λοιπόν, με υπομονή και πίστη, τα σημάδια που θα τη βεβαίωναν ότι έφτασε η ώρα να ενωθεί με τον καλό της.
Η Αφροδίτη, η θεά της ομορφιάς και του έρωτα, είδε μια μέρα την Ψυχή να περιποιείται το περιβόλι της. Ήταν πιο λευκή κι από τους κρίνους, πιο λυγερή απ’ τα μοσχομπίζελα, πιο ευωδιαστή από τα ρόδα, πιο θελκτική απ’ τους πανσέδες. Σα θάλασσα ανταριασμένη, η ζήλια κυρίευσε την καρδιά και το νου της. Αμέσως, κάλεσε κοντά της το γιο της τον Έρωτα και με διάφορες γαλιφιές και ψευτοκλάματα, του ζήτησε να κάνει – με τον τρόπο που μόνο εκείνος ήξερε – την Ψυχή να πονέσει.
Γοργός σαν την αστραπή πέταξε ο Έρωτας κοντά της. Βιαζόταν να κάνει το χατίρι της μητέρας του, που υπεραγαπούσε. Μόλις όμως αντίκρισε την Ψυχή, μαγεύτηκε από την ομορφιά της και την αγάπησε παράφορα. Όταν αρνήθηκε να της κάνει κακό, η Αφροδίτη θύμωσε ακόμη περισσότερο. «Ποια είναι αυτή που κατάφερε να ξεμυαλίσει ακόμη και το γιο μου; Κανείς θνητός δεν γλίτωσε ποτέ απ’ τις σαϊτες του και να που τώρα έπεσε κι ο ίδιος θύμα τους…», συλλογιζόταν κι ο Όλυμπος δεν τη χωρούσε! Τα μάγουλά της αναψοκοκκίνιζαν και τα μάτια της σπιθοβολούσαν, καθώς βημάτιζε νευρικά στα ονειρικά παλάτια της και σκεφτόταν πως να εκδικηθεί την Ψυχή.
Μετά από λίγο καιρό, οι γονείς της Ψυχής έλαβαν χρησμό από το Μαντείο των Δελφών. Έλεγε ότι η Αφροδίτη είναι χολωμένη μαζί τους κι ότι για να την εξευμενίσουν, πρέπει να ντύσουν την Ψυχή με το καλύτερό της φόρεμα και να τη δέσουν σ’ έναν απόκρημνο βράχο, στην πιο κοντινή τους ακρογιαλιά. Από εκεί θα πήγαινε να την αρπάξει ένα τρομερό τέρας!
Νικολάου Γύζη, “Ψυχή”
Οι γονείς της κόντεψαν να τρελαθούν από τον καημό τους, αλλά δεν τόλμησαν να αψηφήσουν την εντολή του θεού Απόλλωνα. Έτσι, η Ψυχή εγκαταλείφθηκε στην τύχη της. Αλλά μόλις σκοτείνιασε, ήρθε πλάι της ο Ζέφυρος, ο θεός του ομώνυμου ανέμου, και την ελευθέρωσε. Φυσώντας απαλά, την πήρε από το βράχο και τη μετέφερε σ’ ένα παλάτι φτιαγμένο ολόκληρο από χρυσό και φίλντισι. Πανώριες Νύμφες τη συντρόφευαν εκεί τις μέρες κι ένας άνδρας την επισκεπτόταν κάθε νύχτα. Αλλά ποτέ δεν την άφηνε να δει το πρόσωπό του και πάντα εξαφανιζόταν πριν τη ροδαλή αυγή.
Οι γονείς της Ψυχής πέθαναν από τη λύπη τους κι οι αδερφές της ήταν απαρηγόρητες για το χαμό της. Αλλά κι εκείνης της έλειπαν και φλεγόταν από επιθυμία να τις ξαναδεί. Ζήτησε από τον άγνωστο άντρα που την επισκεπτόταν κάθε νύχτα, να τις ειδοποιήσει ότι ζει και να προσπαθήσει να τις φέρει κοντά της. Αλλά εκείνος της είπε ότι είναι καλύτερα να μην το κάνει. Τότε θυμήθηκε πόσο τη βοήθησε ο Ζέφυρος, όταν δεμένη στο βράχο περίμενε να παραδοθεί στο τέρας. Άνοιξε το παράθυρό της και τον παρακάλεσε με τρεμάμενη φωνή:
– «Ζέφυρε, άνεμε θεέ, που γυρίζεις όλον τον κόσμο και τίποτα δεν ξεφεύγει απ’ τη ματιά της ανάσας σου, φέρε, σε παρακαλώ, τις αδερφές μου να τις δω. Άλλον άνθρωπο δικό μου δεν έχω στη ζωή…».
Louis Jean Francois Lagrenée, “Έρωτας και Ψυχή”
Ο Ζέφυρος τη συμπόνεσε και ικανοποίησε την επιθυμία της. Με γέλια και χαρές γιόρτασαν το σμίξιμό τους οι τρεις αδερφές. Αλλά όταν οι νεοφερμένες είδαν την ευμάρεια και τον πλούτο μέσα στον οποίο ζούσε η Ψυχή, φθόνησαν την αδερφή τους. Άρχισαν να τη συμβουλεύουν να σκοτώσει τον άγνωστο άντρα που ερχόταν τη νύχτα στην κάμαρά της.
– «Αυτός ο άντρας είναι σίγουρα το απαίσιο τέρας, στο οποίο σε παρέδωσαν οι γονείς μας με εντολή του θεού Απόλλωνα. Γι’ αυτό δεν σου φανερώνεται. Αλλά εσύ, Ψυχή, είσαι νέα και όμορφη, γιατί να ζεις σκλαβωμένη στις επιθυμίες του; Αν τον σκοτώσεις, θα μπορέσεις, ελεύθερη πλέον, να απολαύσεις τη ζωή που επιθυμείς…», της έλεγαν. Ώσπου στο τέλος την έπεισαν.
Jacopo Zucchi, «Η Ψυχή συλλαμβάνει εξαπίνης τον Έρωτα»,1589
Η Ψυχή αποφάσισε να σκοτώσει το τέρας, ενώ θα κοιμόταν. Την πιο σκοτεινή νύχτα του χειμώνα, πήρε ένα δίκοπο μαχαίρι κι έναν αναμμένο λύχνο και πλησίασε νυχοπατώντας τον άγνωστο άντρα στο κρεβάτι του. Είχε βάλει με το νου της να τον λαβώσει στην καρδιά. Αντικρίζοντάς τον όμως για πρώτη φορά στο φως, θαμπώθηκε από την ομορφιά του. Κι αντί να του καρφώσει το μαχαίρι, ένιωσε τη δική της καρδιά λαβωμένη βαθιά. Γιατί ο άγνωστος άντρας δεν ήταν το αποκρουστικό τέρας που πίστευε, αλλά ο ίδιος ο Έρωτας, ο γιος της θεάς Αφροδίτης, που την αγαπούσε μυστικά και προσπαθούσε να την προστατέψει από την οργή της μητέρας του.
Ρίγος κατέλαβε την Ψυχή και πέταξε γρήγορα το μαχαίρι πέρα. Από την ταραχή της, όμως, έγειρε πολύ το λυχνάρι που κρατούσε και δυο σταγόνες από το λάδι του έσταξαν στον γυμνό ώμο του αποκοιμισμένου Έρωτα. Ξύπνησε εκείνος κι αμέσως κατάλαβε τι είχε συμβεί. Θυμωμένος με την πράξη της, πέταξε στη στιγμή μακριά της.
Η Ψυχή δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει την αγάπη της για τον Έρωτα. Για πολλά χρόνια περιπλανιόταν κλαίγοντας στη γη, αναζητώντας τον απεγνωσμένα. Κάποτε, μέσα στην απελπισία της, προσπάθησε να δώσει τέλος στα βάσανά της: έπεσε να πνιγεί σ’ ένα βαθύ ποτάμι. Αλλά ο θεός του ποταμού τη λυπήθηκε και μετριάζοντας την ορμή του, την έβγαλε σώα στην απέναντι όχθη. Εκεί συνάντησε το θεό Πάνα, που τη συμβούλεψε να προσπαθήσει με κάθε θυσία να ξανακερδίσει τον Έρωτα.
John William Waterhouse, “Η Ψυχή μπαίνει στο σπίτι του Έρωτα”
– «Τι αξία έχει η ζωή, Ψυχή μου, αν δεν τη μοιραστείς με το ταίρι σου; Συνέχισε να ψάχνεις τον αγαπημένο σου, γιατί μόνο έτσι ίσως και να ξαναβρείς τον εαυτό σου…», της ψιθύρισε στ’ αυτί και χάθηκε στο πυκνό δάσος.
Αναθάρρησε η Ψυχή και συνέχισε την περιπλάνησή της. Ώσπου κάποτε έφτασε στα ανάκτορα της ίδιας της Αφροδίτης! Η δύστροπη θεά την έκανε σκλάβα της και της ανέθετε τις πιο δύσκολες και βαριές δουλειές. Εκείνη την υπάκουγε αδιαμαρτύρητα, χωρίς να ξέρει ότι ο Έρωτας ζούσε πλάι της και τη βοηθούσε, παραμένοντας σκόπιμα αόρατος!
Μια μέρα η Αφροδίτη της ανέθεσε να κατέβει στον ζοφερό Άδη και να ζητήσει από τη βασίλισσά του, τη θεά Περσεφόνη, ένα σταμνάκι με σπάνιο μύρο. Μετά από πολλές περιπέτειες και βάσανα, η Ψυχή έφερε εις πέρας την αποστολή της. Αλλά καθώς επέστρεφε στον Επάνω Κόσμο, τη νίκησε η περιέργεια και ξεβούλωσε το σταμνάκι, για να δει το περιεχόμενό του. Θανάσιμη μυρωδιά την έζωσε κι έχασε τις αισθήσεις της. Αλλά ο Έρωτας, που δεν την άφηνε στιγμή από τα μάτια του, έτρεξε πάλι χωρίς να της φανερωθεί και την έσωσε.
Με τα πολλά η Αφροδίτη μαλάκωσε και ο Δίας, ο πατέρας και αρχηγός των Θεών, αποφάσισε να ανταμείψει την Ψυχή για την υπομονή και την πίστη της στον αγαπημένο της. Αφού τους πάντρεψε, την έκανε κι εκείνη αθάνατη. Έτσι η Ψυχή έγινε η αιώνια σύντροφος του Έρωτα. Μπορείτε να τους θαυμάσετε σε διάφορα έργα τέχνης, όπου η Ψυχή απεικονίζεται ως πανέμορφη, συχνά φτερωτή κόρη, που άλλοτε κλαίει και υποφέρει εξαιτίας του Έρωτα κι άλλοτε παραδίδεται ευτυχισμένη στην αγκαλιά του…
Αντόνιο Κανόβα, “Έρως και Ψυχή”, Μουσείο του Λούβρου
Διαβάστε το πανέμορφο βιβλίο “Έρως και Ψυχή” του Απουλήιοιυ, σε απόδοση της εξαιρετικής Ζωής Βαλάση, με τις ονειρικές εικόνες της Φωτεινής Στεφανίδη.