Του Ανέμου
Ήτανε μια φορά αγόρι ο Άνεμος.
Με μάτια γερακιού και πηγούνι από έβενο.
Όταν θύμωνε, οι ανάσες του, κόκκινα πεφταστέρια, σπάθιζαν την αγκαλιά της γης σαν αμόνια χαλκέντερα.
Όταν μελαγχολούσε, τα κύματα κούρνιαζαν ίδια ανυπεράσπιστα ελάφια στις βραγιές των ακτών.
Όταν γλυκαινόταν, ένα μικρό αραχνοϋφαντο κοντύλι χάραζε στις βουνοκορφές ανεπίδοτα ερωτικά μηνύματα.
Ήτανε μια φορά αγόρι ο Άνεμος,
μα είχε τον εαυτό του.
Ώσπου συνάντησε την Έρημο
κι έγινε πηγάδι φωτός καταμεσής της λήθης,
σημαία ψυχωμένου πολιορκητή,
σκαρί προσφυγικό σε πικροκυματούσα θάλασσα,
αηδόνι στην καρδιά της καταχνιάς,
αντάρτικο λημέρι ακατάστατο,
σπήλαιο απόκρυφο σε μιας παλάμης οιωνό,
άτι που φρουμάζει στο χείλος του Καιάδα,
ματιά παιδιού τιμωρημένου αναίτια.
Αγάπησε την Έρημο και σίγασαν τ’ αγέρωχά του μπράτσα.
Κυλίστηκε σε αμμοθίνες αιωνόβιες,
παραβγήκε στο κυνήγι με την Άρτεμη,
επίμονος, προβλέψιμος, μοναχικός.
Έχασε, έχασε, έχασε.
Και τον πήρε η Έρημος και τον δίψασε.
Κάθε του φύσημα και χρυσάνθεμο αγανάκτησης.
Κάθε του όψη κι επταπύργιο ετοιμοπόλεμο.
Κάθε του λάθος κι αγριοπερίστερο σε μαντεμένια Κιβωτό.
Κάθε του παρακαλετό κι ένα πουγκί με φυλαχτό περιούσιο.
Κάθε του άμυνα και μια δροσοσταλίδα αδαμάντινη.
Και τον άφησε η Έρημος, η πολυαγαπημένη του, που την είπανε και Πασιφάη.
Και τον αρνήθηκε η μάνα του, η Δύση, που την είπανε και Οφηλία.
Και τον λησμόνησε ο πατέρας του, ο Βορράς, που τον είπαν και Αλέξανδρο.
Να παραδέρνει στις ηπείρους και στις ονειροφαντασιές.
Με μάτια του τους σπάνιους βασιλαετούς.
Με αυτιά του τους τρικάταρτους ναυτίλους.
Με χείλη του της άμμου τα αλλεπάλληλα ραπίσματα.
Με φωνή του την κραυγή του άνυνδρου και χέρσου ποταμιού.
Με πρόσωπό του ένα κυανό, αναμαλλιασμένο σύννεφο.
Και έγειρε το αγόρι αποκαμωμένο ν’ αποκοιμηθεί.
Και βαφτίστηκε Άντρας ο Άνεμος.
Της Ερήμου
Ήτανε μια φορά κορίτσι η Έρημος.
Με μάτια λύκου και μάγουλα από πέταλα γιασεμιού.
Όταν έκλαιγε, τα δάκρυά της, μαύρα περιστέρια, λέρωναν τον ουρανό
και φόβιζαν τ’ αθώα του άστρα.
Όταν κρύωνε, το κορμί της ζάρωνε και μάζευε και γινόταν σώμα φιδιού,
με πουκάμισο χρυσό και καφετί και χαλκοπράσινο.
Όταν θύμωνε, οι αναστεναγμοί της, αναμαλλιάρηδες ανεμοστρόβιλοι,
ξέραιναν τα ποτάμια και σκοτείνιαζαν τα ξέφωτα των παραμυθιών.
Ήτανε μια φορά κορίτσι η Έρημος,
μα είχε τον εαυτό της.
Ώσπου συνάντησε τον Άνεμο
κι έγινε μανιασμένη θύελλα,
ξίφος απαστράπτον,
κινούμενη άμμος,
βάλτος απροσπέλαστος,
γερακιού φωλιά,
τραγούδι Βεδουϊνου,
απόκρυφη νεροσυρμή,
βαθιά, ακύμαντη σιωπή.
Αγάπησε τον Άνεμο κι έχασε τα δυνατά της μάτια.
Μπουσούλησε στον πυρήνα των ηφαιστείων,
πάλεψε με τον Άτλαντα,
τυφλή, προδομένη, ανοχύρωτη.
Έχασε, έχασε, έχασε…
Και την πήρε ο Άνεμος και τη σκόρπισε.
Κάθε της κόκκος και απύθμενος βυθός.
Κάθε της αγκαλιά κι ένα δελφίνι ξεστρατισμένο.
Κάθε της ρίζα και μια σκάλα αναδυόμενη στον ουρανό.
Κάθε της ανάσα και μια Ικέτιδα στα σιντεφένια Τάρταρα.
Κάθε της πόνος και συστάδα από αιμάτινα κοράλλια.
Και την άφησε ο Άνεμος, ο πολυαγαπημένος της, που τον είπανε και Μίνωα.
Και την αρνήθηκε η μάνα της, η Ανατολή, που την είπαν κι Αντιγόνη.
Και τη λησμόνησε ο πατέρας της, ο Νότος, που τον είπαν και Αντώνιο.
Να παραδέρνει στις ηπείρους και στις ονειροφαντασιές.
Με μάτια της τους μοναχικούς κάκτους.
Με αυτιά της τους ετοιμοπόλεμους σκορπιούς.
Με χείλη της του γρανίτη τα τυχαία σκαλίσματα.
Με φωνή της την ηχώ του νυχτερινού παγετού.
Με πρόσωπό της μια μενεξεδιά, σπάνια ορχιδέα.
Και λύγισε το κορίτσι και πέθανε.
Και βαφτίστηκε η Έρημος Γυναίκα.