Λικνίζεται η Πεντάμορφη
σε μεταξένια αιώρα
και τον καθρέφτη της ρωτά,
για να περάσει η ώρα:
– Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου,
μ’ αλήθεια απάντησέ μου:
από τις πέντε μου μορφές,
πόσες είναι δικές μου;
Ξεροκατάπιε κι έβηξε
τότε το καθρεφτάκι
κι ευθύς της αποκρίθηκε,
σαν το παπαγαλάκι:
– Η μια είναι του Πρίγκιπα,
η άλλη της Μαμάς σου,
την τρίτη οπωσδήποτε
χρωστάς της πεθεράς σου!
– Την τέταρτη την έταξες
χτες στο Μοναχογιό σου,
την πέμπτη τη γλυκοκοιτά
καιρό τ’ Αφεντικό σου.
Ταράχτηκε η Πεντάμορφη,
θυμώνει, σπίθες βγάζει!
Πετάει τον καθρέφτη της
και τις φωνές του βάζει:
– Πέρασα τόσα βάσανα,
παντρεύτηκα το Τέρας
και λες πως έμεινα…Άμορφη,
κοπανιστός αέρας;
– Δε στο ’πανε, Πεντάμορφη,
-κουκί με το ρεβύθι-
τα δύσκολα ότι αρχίζουνε
μετά το παραμύθι;
Του κόσμου όλου οι σοφοί μια μέρα μαζευτήκαν,
τι ’ναι η Γυναίκα πως θα βρουν αντάμα ορκιστήκαν.
Άλλος θεριό και μάγισσα, άλλος ζωή τη λέει.
Άλλος χωρίς ν’ αποκριθεί, συρομαδιέται, κλαίει.
Άλλος, αναστενάζοντας, ρόδο τη λέει μ’ αγκάθι,
πιο πάθος απ’ τα πάθητα, πιο λάθος απ’ τα λάθη.
Κι άλλος τιμόνι, αστροφεγγιά, λαφριά σα σημαδούρα.
Άλλος του Χάροντα αδερφή, φωτιά κι ανεμοδούρα.
Μα ένα γαλανομάτικο, θλιμμένο κουτσαβάκι
που κάθονταν κουκουβιστό πίσω απ’ το σοφραδάκι,
το μπρούσκο πίνει ανέρωτο, στη σόμπα χουχουλιάζει.
Γρικά τους και χαμογελά, στα μάτια τους κοιτάζει.
– Καπεταναίοι και δάσκαλοι, αφέντες, δικαστάδες,
κι όλοι εσείς οι δυνατοί κι οι μαστροχαλαστάδες,
προτού τ’ αποφασίσετε Γυναίκα τι σημαίνει,
βγάλτε τα καθρεφτάκια σας να δείτε αν σας παίρνει.