Μικρό ελάφι κίνησε τον κόσμο να γυρίσει
και τα παλιά λημέρια του ξοπίσω του ν’ αφήσει.
Πέτρα την πέτρα περπατεί, νερά γλυκά διαβαίνει,
με το φεγγάρι στέκεται, με την αυγή πηγαίνει.
Βροχή μουσκεύει τα δεντρά, τα λούλουδα δροσίζει,
μα εκείνο στ’ αστραπόβροντα τα νύχια του ακονίζει.
Νοτιάδες το λιγώνουνε, βοριάδες το παγώνουν,
της φύσης όλα τα στοιχειά στα τρίστρατα ανταμώνουν.
Κι ένα παιδί, βοσκόπουλο, του παίζει τη φλογέρα
και θέλει την αγάπη του να του περάσει βέρα.
– Ελάφι, για που το ’βαλες μ’ απόφαση και τρέχεις;
Το δάσος γιατί τ’ άφησες; Μάνα, αδερφό δεν έχεις;
– Και μάνα έχω κι αδερφό και ζηλευτό κονάκι,
μα την καρδιά μου έκαιγε ένα κρυφό μεράκι,
να δω εκείνο το θεριό που Θάλασσα το λένε,
και όσοι το αντίκρισαν, το μελετούν και κλαίνε.
– Δεν είσαι εσύ για Θάλασσα, του λόγου σου είσαι ελάφι.
Οι ορμήνειες, θες, της μάνας σου να πάνε όλες στράφι;
Δεν είναι τόπος, μάτια μου, η Θάλασσα για σένα.
Αυτή δεν έχει όρια, δεν αγαπά κανένα.
– Μην προσπαθείς, βοσκόπουλο, τη γνώμη να μ’ αλλάξεις.
Εγώ εκείνη θα ποθώ, όσα και να μου τάξεις.
Φοβέρες δεν με σκιάζουνε και μάγια δεν με πιάνουν.
Των κυνηγών οι μπαλωθιές εμένα δεν με φτάνουν.
Κι αν βουληθεί ο θάνατος να ’ρθει να με χαλάσει,
ας γίνει κύμα αλμυρό, στα βράχια να με σπάσει.