Μη φοβάσαι Κοκκινοσκουφίτσα

Kokkinoskoyfitsa_1Τα παραμύθια που συνέλεξαν και κατέγραψαν οι αδερφοί Γκριμ και ο Σαρλ Περό δεν μου άρεσαν από παιδί. Τα έβρισκα σκοτεινά και καθόλου χαριτωμένα, μου προκαλούσαν συναισθήματα αρνητικά, δυσθυμία και απογοήτευση. Οι ήρωές τους δεν με κέρδιζαν, δεν μπορούσα να ταυτιστώ μαζί τους. Οι κοριτσίστικες, ειδικά, φιγούρες τους σχεδόν με απωθούσαν. Τις έβρισκα πολύ κατώτερες των περιστάσεων…Κι όμως, είναι παραμύθια ευρύτατα διαδεδομένα σε όλο τον κόσμο, αν και χαρακτηριστικοί και ακαταπόνητοι «πρεσβευτές» του πομπώδους διδακτισμού σε όλο του το μεγαλείο. Δύσκολα θα βρεις σπίτι με παιδί που να μην έχει μια «Κοκκινοσκουφίτσα», μια «Ωραία Κοιμωμένη», «Επτά Κατσικάκια», μια «Χιονάτη με Επτά Νάνους», μία «Ραπουνζέλ», μία «Σταχτοπούτα» στη βιβλιοθήκη του. Σε αυτό έχει συμβάλει ασφαλώς καθοριστικά και η βιομηχανία Ντίσνεϋ, που τα ανέδειξε σε μέγιστο καταναλωτικό προϊόν και όχι μόνο ως κείμενα, αλλά και ως αντικείμενα καθημερινής χρήσης, παιχνίδια, οικιακά σκεύη, είδη ρουχισμού και…προικός, ακόμη και τρόφιμα. Το αποτέλεσμα είναι να θεωρούνται, ακόμη και στις μέρες μας που η παιδική λογοτεχνία ανθεί και παρέχει πληθώρα αξιόλογων βιβλίων, ως τα πλέον κλασικά αναγνώσματα για παιδιά και μάλιστα κατά γενική παραδοχή. Υπάρχουν ασφαλώς και οι φωνές που εκφράζουν διαφορετικές απόψεις και επιχειρούν να τα αξιολογήσουν περισσότερο κριτικά και ρηξικέλευθα. Αλλά οι αμέτρητες επανεκδόσεις τους και οι «ακούραστες» πωλήσεις τους παγκοσμίως αποδεικνύουν ότι δεν είναι τελικά αυτές που επηρεάζουν το ευρύ κοινό.

Είναι, ωστόσο, πολλοί αυτοί που αποτόλμησαν διαφορετικές ερμηνείες αυτών των «κλασικών» παραμυθιών. Κάποιοι επιχείρησαν να τα διασκευάσουν και να τα αποδώσουν στο παιδικό κοινό «φρεσκαρισμένα», με νέο περιτύλιγμα, κάποτε πρωτότυπο και αναπάντεχο, κάποτε πιο…προσγειωμένο και συμβατικό. Άλλοι εμπνεύστηκαν από αυτά για να φτιάξουν τη δική τους εκδοχή, σφραγισμένη από τα προσωπικά τους βιώματα και από τη δική τους λογική και ευαισθησία. Σε αυτά συγκαταλέγω το νέο βιβλίο του Βασίλη Κουτσιαρή «Μη φοβάσαι Κοκκινοσκουφίτσα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «κόκκινη κλωστή δεμένη», με εικονογράφηση της Θέντας Μιμηλάκη.kokkinoskoufitsa_koutsiaris_cover

Ο Βασίλης Κουτσιαρής δεν παίζει με την Κοκκινοσκουφίτσα του. Την αντιμετωπίζει με ενήλικη σοβαρότητα και με παιδική αφέλεια και τρυφερότητα ταυτόχρονα. Επιλέγει να απομονώσει ένα βασικό χαρακτηριστικό της και να εστιάσει αποκλειστικά σε αυτό. Και αυτό είναι το συναίσθημα του φόβου, που μοιάζει σαν να την κατατρέχει στις περισσότερες σελίδες του βιβλίου. Επιλέγει, επίσης, να δώσει το λόγο στην ίδια την Κοκκινοσκουφίτσα, που μας αφηγείται λιτά και σταράτα, σχεδόν τηλεγραφικά, την ιστορία της. Και πως θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού ο φόβος της αναδύεται από την πρώτη κιόλας φράση της επίμονος και κυριαρχικός: «Δεν ήθελα να πάω στο δάσος». Οι λέξεις του φόβου κάνουν από την αρχή της ιστορίας αισθητή την παρουσία τους. Αυξάνονται ολοένα, σταδιακά κυριαρχούν και η ένταση κορυφώνεται. Νιώθεις ένα σφίξιμο στο στομάχι και αδημονείς να φανεί ένα φως, να πλησιάσεις στη λύση, στην κάθαρση. Όταν η Κοκκινοσκουφίτσα απεκδύεται την κόκκινη κάπα της με τη χαρακτηριστική φαρδιά κουκούλα και προσπαθεί, τρέχοντας ολόλευκη σαν ανυπεράσπιστο περιστεράκι, να ξεφύγει από το φόβο της, σκέφτεσαι ότι, αν ήσουν στη θέση της, μπορεί και να μην κατάφερνες να κουνηθείς από τη θέση σου. Ο συγγραφέας έχει πετύχει να διεγείρει το μηχανισμό της ενσυναίσθησης, να ξυπνήσει υποσυνείδητες διεργασίες και αντιδράσεις.

Ευτυχώς, την κρίσιμη στιγμή ξεπροβάλει το εύρημα, η ανατροπή που θα οδηγήσει τον αναγνώστη στην πολυπόθητη αγκάλη της παρηγοριάς και της ανακούφισης. Εμφανίζεται ως από μηχανής θεός ο δάσκαλος της μικρούλας και καταλαβαίνουμε ότι όλα αυτά της συμβαίνουν στο πλαίσιο της προετοιμασίας μιας σχολικής θεατρικής παράστασης. «Δεν θέλω να στενοχωριέσαι» της λέει. Και μηχανεύεται ένα «κόλπο», που κατά τη γνώμη του θα τη βοηθήσει να ξεπεράσει το φόβο της: «κάνει μικρές αλλαγές στο παραμύθι». Θα το διαβάσετε και θα αποφασίσετε εσείς αν είναι «μικρές». Προσωπικά με μπέρδεψαν. Ένιωσα ότι οδηγήθηκα πολύ γρήγορα και χωρίς τις απαραίτητες για ένα παιδί εξηγήσεις και αιτιολογήσεις στο τέλος της ιστορίας. Που, αν και «ευτυχισμένο», με άφησε με αναπάντητα ερωτήματα. Και κάποιες σκέψεις που θα μοιραστώ εδώ μαζί σας.

kathyhare7

Είναι εύκολο να κάνει κανείς αλλαγές σ’ ένα παραμύθι, να παρέμβει στα «κακώς κείμενα», να απαλύνει την επιρροή τους, ακόμη και να τα εξωραϊσει. Πόσο εύκολο, όμως είναι να τις κάνει στην πραγματική ζωή; Επίσης, το συναίσθημα του φόβου διαθέτει μόνο αρνητικό πρόσημο; Ο λαός μας λέει ότι «ο φόβος φυλάει τα έρημα». Γιατί ο φόβος έχει και τη θετική του πλευρά: μας προστατεύει, φρενάρει και φιλτράρει την παρορμητικότητά, τον άλογο αυθορμητισμό μας. Είναι δείκτης και μάρτυρας κινδύνου, μας θέτει σε εγρήγορση, μας ενηλικιώνει. Είναι δυνατόν ο φόβος να γίνει σύμμαχος και φίλος; Καθένας από μας μπορεί να αναζητήσει τον δικό του τρόπο διαχείρισης και αντιμετώπισής του. Κάποιος μπορεί να προσπαθήσει να μετατρέψει την αδυναμία του σε προσωπική έκφραση μέσω της τέχνης. Ένας άλλος να επιδιώξει μια πιο συντροφική διαχείριση, στο πλαίσιο μιας κοινωνικής διεκδίκησης. Ένας τρίτος να ακουμπήσει στην πίστη, στη θρησκεία του. Άλλος σε έναν έρωτα, ή στην οικογένειά του. Άλλος στην εκτόνωση μέσω του αθλητισμού. Κάθε άνθρωπος και τρόπος…Ο συγγραφέας υιοθετεί εκείνον που υποστηρίζει ότι «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση». Η γιαγιά κρύβεται στην ντουλάπα και την κατάλληλη στιγμή αιφνιδιάζει το λύκο-φόβο επιτιθέμενη, «πετώντας ό,τι κρατούσε στα χέρια της». Και εστιάζει μόνο σε αυτόν, χωρίς να «ανασκάπτει» με την πένα του άλλες επιλογές.

Θα παρατηρήσατε ότι δεν αναφέρθηκα μέχρι τώρα καθόλου στο δεύτερο πρωταγωνιστή της ιστορίας, το λύκο. Συγχωρήστε μου την ιδιοτροπία, αλλά πιστεύω ότι εξαιτίας αυτού του παραμυθιού έχει στιγματιστεί εντελώς άδικα και δυστυχώς μάλλον ανεπανόρθωτα ο καημένος. Τα στερεότυπα με τους «κακούς λύκους» πάνε σύννεφο και αυτό δεν μας τιμά καθόλου. Θα προτιμούσα να έχει ένα άλλο συμβολικό όνομα ο φόβος της Κοκκινοσκουφίτσας και όχι το όνομα ενός μοναχικού και υπερήφανου εκπροσώπου του ζωικού κόσμου. Όσον αφορά στη λογοτεχνία, στο άκουσμα της λέξης «λύκος» τα βιβλία που μου έρχονται αυθόρμητα στο νου είναι ο υπέροχος «Ασπροδόντης» του Τζακ Λόντον και το ενδιαφέρον ανατρεπτικό βιβλίο «Λύκοι σας παρακαλώ μην κλαίτε» του Φάρλεϋ Μόατ, τα οποία σας συστήνω ανεπιφύλακτα.Kokkinoskoyfitsa

Και δυο λόγια για την εικονογράφηση της Θέντας Μιμηλάκη, που είναι ένα εικαστικό ποίημα. Έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το ύφος του κειμένου που, απογυμνωμένο από καλολογικά στοιχεία, αποπνέει μια αυστηρότητα, μια σιγουριά που δεν σου αφήνει πολλά περιθώρια για αμφισβήτηση και τείνει να περιορίσει τη σκέψη και τη φαντασία σου. Ενώ η εικονογράφηση, ρομαντική, γλαφυρή, με χρώματα γήινα και φιλικά, αποδίδει με πλαστικότητα και ευγένεια τις μορφές και τα τοπία της φύσης και δίνει τροφή στο λογισμό και στ’ όνειρο, απελευθερώνει την ψυχή. Ξεδιπλώνει γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ των δύο «αιωνίων» αντιπάλων, της Κοκκινοσκουφίτσας και του Λύκου. Χαμηλώνει τους τόνους της συναισθηματικής τους πόλωσης, αναδεικνύει τις κρυφές τους χάρες. Ο Λύκος της Θέντας Μιμηλάκη δεν είναι τόσο τρομακτικός και η Κοκκινοσκουφίτσα της, μια σταγονοπρόσωπη νεράιδα, δεν είναι τόσο αθώα όταν μοιάζει της γιαγιάς της…Για μένα, το αναπάντεχο πάντρεμα των δυο τους είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου. Ο αρρενωπός λόγος που συνδιαλέγεται με τη θηλυκή εικονογράφηση και η αντιθετική συμπληρωματικότητα στη σχέση τους.

Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, το μέγεθος και σχήμα του οποίου είναι λίγο «δύσκολο» στη χρήση, ειδικά όταν προσπαθείς να το τοποθετήσεις στο ράφι μιας συνηθισμένης βιβλιοθήκης, υπάρχει ένα σύντομο και περιεκτικό κείμενο της ψυχολόγου Μαρίας Δρόσου, με χρήσιμες βασικές πληροφορίες για τους παιδικούς φόβους. Θεωρώ σκόπιμο και επιθυμητό βιβλία σαν το συγκεκριμένο να διαθέτουν και ένα παράρτημα με προτάσεις για εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Βοηθούν αφάνταστα γονείς, δασκάλους, καλλιτέχνες, εμψυχωτές και όλους όσους ασχολούνται με παιδιά. Κλείνοντας, θα σας προτείνω να μη…φοβηθείτε την Κοκκινοσκουφίτσα του Βασίλη Κουτσιαρή. Αντίθετα, να περιηγηθείτε μαζί της στο δικό σας δάσος, ακόμη κι αν δεν υπάρχει λόγος να πάτε στο σπιτάκι της γιαγιάς σας. Αν μη τι άλλο αξίζει να βιώσετε, μικροί και μεγάλοι αναγνώστες, την εμπειρία της συνάντησης με τον δικό σας λύκο. Και να γίνετε ωριμότεροι άνθρωποι εξαιτίας του, τόσο στην παραμυθένια όσο και στην αληθινή ζωή…

Διαβάστε επιπλέον:
1. Αγγελοπούλου Άννα, Μπρούσκου Αίγλη, Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών AT 300-499, τ. Α΄+Β΄, από το Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας: http://www.iaen.gr/epeksergasia_paramithiakon_tipon_kai_parallagon_at_300_499__t__a___b__-b-52*463.html
2. Η «Κοκκινοσκουφίτσα» είναι πολύ παλαιότερη από ό,τι θεωρείτο, ενώ υπάρχουν 70 παραλλαγές της σε όλο τον κόσμο, Το Βήμα, 08.09.2009: http://www.tovima.gr/science/article/?aid=287300
3. Θάνος Σταθόπουλος, Οι παραλλαγές ενός παραμυθιού, Η Καθημερινή, Αρχείο Πολιτισμού, 22.04.2012: http://www.kathimerini.gr/456074/article/politismos/arxeio-politismoy/oi-parallages-enos-paramy8ioy

Evi_monografi