Πήρα τζουρά γλυκόλαλο και πένα φιλντισένια
και στα ταξίμια πόντισα την πιο κρυφή μου έννοια.
Γιατί έπιασαν τα μάτια σου κι όλα τα φυλακώσαν
και μες στα φυλλοκάρδια μου τρία καρφιά καρφώσαν.
Το πρώτο γράφει σ’ αγαπώ, το δεύτερο σε χάνω,
το τρίτο το φαρμακερό, καλέ μου, δεν σε φτάνω.
Ν’ αντρίευγα να σώζουμουν, μακριά σου να γιαγείρω,
το πιο πικρό, το πιο γλυκύ να φέρω ένα γύρο.
Κι απέ στ’ αφράτα χώματα που δένει το σταφύλι,
να στρώσω σκυριανό σοφρά, νά ’ρχουντ’ οχτροί και φίλοι.
Να κολατσίζουν μάτια δυο, ζαχαροζυμωμένα,
να δροσερεύουν χείλια μου, χαμόγελα ανθισμένα.
Κι όταν θε να βαφτίζουνται, χέρια μου ιτιάς κλωνάρια,
στου κόσμου ετούτου τ’ άδικου τα τρύπια τα πιθάρια,
να φτιάχνουν μάλαμα καρδιά, κεφάλι σιδερένιο,
μπράτσα κολώνες δωρικές, κορμί κυπαρισσένιο.
Κι αφότου θα σαλπάρουνε με δίπατη γαλέρα,
να μην τους σκιάζει ανθρώπινη, μήτε θεριού φοβέρα.
Κάστρο ψηλό ο που ζητεί, κάστρο κι ο που δεν δίνει.
Πόλεμο αν θ’ ανοίξουνε, λιθάρι δεν θα μείνει.
Κάστρο
Μαύρο μου ρόδο, νύχτας βιος σ’ άλμπουρο πελαγίσιο
για χάρη σου ξεστράτισα απ’ το δρομί το ίσιο.
Πήρα χρυσάφι κεραυνό κι άναψα τη φωτιά σου,
να ’ρχονται να ζεσταίνονται οι λύκαινες σιμά σου.
Σε κύκλο να σε βάζουνε, στα πούπουλα να σ’ έχουν.
Άλλη έννοια να μην τις κρατά, εσένα να προσέχουν.
Στα μάτια σου να βλέπουνε δροσόνερα καθάρια,
άλογα να καλπάζουνε, μ’ αστρίτες χαλινάρια.
Κρίνα μαβιά, ανέγγιχτα από εχθρού ρουθούνι,
που δεν τα πάτησε ποτέ ανθρώπινο τακούνι.
Και πέντε βασιλαετούς παρέκει φωλιασμένους
στα βλέφαρά σου, μάτια μου, ήσυχα κουρνιασμένους.
Μα εσύ αφρόδιχτα άπλωσες μπροστά στα βήματά μου,
να πέσω μέσα, να χαθώ για την αποκοτιά μου.
Αν είχες κάστρο για καρδιά, μ’ άπαρτο προμαχώνα,
θα ’βγαινα να σε πολιορκώ ως την αυγή του αιώνα.
Μπας και νοιαστείς κι αποκριθείς μ’ ένα πικρό σου βόλι
και λαβωμένο με δεχτείς, σ’ ατρύγητο περβόλι.
Μικρή πατρίδα είναι η γης για το δικό σου μπόι.
Άστρο κρατάει τη μοίρα σου σε ζόρικο αγώι.
Να σ’ αποκτήσω αλλιώτικα δε δύναμαι, ακριβό μου.
Για σένανε γουλιά-ματιά θα σπάσω τον εαυτό μου.
Προσδοκία
Του βράχου την κορμοστασιά να είχα και την όψη
κι όπου και να μ’ αγγίζανε του χαλικιού την κόψη.
Στου λιθαριού ν’ απάγκιαζα την ταπεινή τη μοίρα,
για να μη με ξεμυάλιζε του βότσαλου η αλμύρα.
Πατρίδα την πετροπλαγιά να ’κανα του ξωμάχου,
να ξαποσταίνω στη φωλιά μέσα τ’ αετομάχου.
Γιατί πολύ με πλήγωσαν τσ’ αγάπης σου τα πρέπει.
Πύργος ψηλός η αγκάλη σου, μα τρύπια έχει τη σκέπη.
Σ’ ενός κρυφού ονείρου σου θα κάτσω το πεζούλι
και θα γυρίσω ανάστροφα του χρόνου το σακούλι.
Να πέσουν τα μελλούμενα που είναι για να ζήσω,
κι αν δεν με θέλεις, τ’ άνεμου όλα να τα χαρίσω.
Νυχτερινό
Λογόφεραν τα σύννεφα, στα χέρια επιαστήκαν
στου ορίζοντα τα δώματα εχαμοκυλιστήκαν.
Κι απόκαμε ο Άτλαντας το θόλο να κρατάει.
Του δίνει μια στα ξαφνικά και πέρα τον πετάει.
Κι η μπάλα η ουράνια βροντάει και αστράφτει,
πετούμενο χωρίς φτερά, σκαφίδι δίχως ναύτη.
Βροχοσταλίδες γίνεται τη γη προτού πατήσει
και ήμερα και άγρια όλα να τα ποτίσει.
Να ξεδιψάσουν οι ιτιές, να πιούνε τα ελάφια,
ν’ απλώσουν οι αγριόβατοι φυλλώματα ξυράφια.
Κι εσύ καρδιά μου που αγρυπνάς και βαριαναστενάζεις,
της λησμοσύνης το νερό να πιεις και να σωπάζεις.