Στολίσαμε και φέτος. Κάθε στολίδι και μια στιγμή από το βιωμένο παρελθόν, αποτυπωμένη στη μνήμη με μελάνι ανεξίτηλο. Μπάλες γυάλινες, λεπτές, αραχνοϋφαντες θαρρείς, από τη δεκαετία του εξήντα. Τότε που η χειροποίητη δημιουργία ήταν ακόμη ο κοινότοπος κανόνας και όχι η αξιοθαύμαστη εξαίρεση. Παιχνίδια ξύλινα, με παλαίωση πραγματική από τη χρήση και την ευχαρίστησή της και όχι τεχνητή για τη φιγούρα και της μόδας τα εκκεντρικά καμώματα. Στρουμπουλά πορσελάνινα αγγελάκια, κλασικά ενθύμια από βαπτίσεις και κεράκια πασπαλισμένα με ασημόσκονη και πούλιες από σημαδιακά γενέθλια. Πήλινες κομψές καμπανούλες και εντυπωσιακά χρυσοπλούμιστα αστέρια, που φτιάχναμε στο σχολείο με περισσή επιμέλεια. Άη Βασίληδες, χιονάνθρωποι και ελαφάκια σε χαλκομανίες που συλλέγαμε και ανταλλάσαμε με μανία. Μαξιλαράκια κεντητά, με τη Γέννηση σε πρώτο πλάνο, επιτεύγματα ανεπανάληπτα του πάλαι ποτέ μαθήματος των οικοκυρικών. Κάρτες που μας έστελνε ο πατέρας από τα ταξίδια του, μια που συνήθως γιόρταζε παρέα με κάποιον ωκεανό κάθε Χριστούγεννα, ώσπου να συνταξιοδοτηθεί. Μπάλες πλαστικές, βιομηχανικής παραγωγής των «νεότερων χρόνων», άθραυστες, πολύχρωμες και γυαλιστερές, προς τέρψη και αγαλλίαση των μαμάδων και γιαγιάδων μας και των απανταχού σούπερ μάρκετ. Λούτρινα ζωάκια, πιστά αντίγραφα ηρώων καρτούν νέας εσοδείας, που ξεμυαλίζουν τα σημερινά πιτσιρίκια. Και φωτάκια. Λευκά και χρωματιστά, από αυτά που ραντίζουν μαγεία και όνειρα αρχοντικά ακόμη και το πιο φτωχικό δωμάτιο.
Το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου και καραβιού (στο σπίτι μας, με πατέρα ναυτικό και μητέρα νησιώτισσα, πάντα στολίζουμε και καράβι) είναι μια ιεροτελεστία, μια σπουδή στην αλυσίδα του ατελεύτητου Χρόνου. Που όλα τα χαιρετίζει και όλα τα αποχαιρετά στην ευρύχωρη αγκάλη-χοάνη του. Που όλα τα δαμάζει και όλα τα συγκεράζει. Που όλα τα αλλάζει και όλα τα προσομοιάζει. Που όλα τα μεγαλώνει και όλα τα αλώνει. Κάθε χρόνο, στολίζω και σκέφτομαι. Που ήμουν πέρυσι, που βρίσκομαι φέτος, που θα τρέχει ο λογισμός μου την επόμενη μέρα. Πόσα χρωστώ ακόμη και σε ποιους. Όχι από αυτά που μετρούνται στα χρηματιστήρια των τραπεζών. Από τα άλλα. Από εκείνα που λογαριάζονται στ’ αλώνια των αξιών, στα στάδια των ιδεών, στις παλαίστρες των συναισθημάτων. Εκεί με θέλω όρθια, ετοιμόλογη κι ετοιμοπόλεμη. Πόσο δύσκολο είναι…Αλλά και πόσο ουσιαστικό.
Και του χρόνου να είμαστε καλά, πάλι να στολίσουμε. Να εξομολογηθούμε τα πάρε δώσε μας με γεμάτη την καρδιά, με ξάστερο το νου. Να ξελογαριαστούμε τίμια και κατά πρόσωπο με τον αφέντη το Χρόνο. Και να βρεθούμε καλύτεροι Άνθρωποι.