Σκάρτα δυο μερόνυχτα απέμεναν για ν’ αλλάξει ο χρόνος κι ο Μανουήλ δεν μπορούσε να ησυχάσει. Βαριά λαβωμένη ανάσαινε η καρδιά του, παραζαλισμένος λοξοδρομούσε απ’ τα καθήκοντα ο νους. Την είχε δει τις προάλλες να περπατά σεμνά αλλά περήφανα στο πλάι του κύρη της, στην αγορά, και θαμπώθηκε. Και λάθεψε στο έργο που καταπιανόταν. Παράτησε τα ραφτικά, πετάχτηκε ξεσκούφωτος και ξυπόλητος στο σοκάκι κι έτρεξε ξοπίσω τους να ρωτήσει, ποιο είναι τ’ όνομά της και το σημάδι της γενιάς της.
– Κράτα την όρεξή σου παλικάρι. Αρχόντισσα τρανή η δεσποσύνη, δεν καταδέχεται τους παραγιούς και τους ξωμάχους, του είπε ένας μανάβης από δίπλα.
– Και μη σου περάσει απ’ το μυαλό ότι μπορεί να ρίξει επάνω σου το βλέμμα της. Ακριβοθώρητη και μοσχαναθρεμμένη την έχουν. Νύφη για το παλάτι την προορίζουνε και -θέλει, δεν θέλει- τη μοίρα της θ’ ακολουθήσει, συμπλήρωσε ένα τσιράκι απ’ το τσαγκάρικο παραπέρα, που τον ένιωσε. Έτσι, για να τον προειδοποιήσει.
Καλά και λογικά όλα τούτα, μα ο Μανουήλ ήταν “στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα”. Σαν το πουλί στο ξόβεργο σπαρτάραγε η ψυχή του. Μια που την είδε. Δεύτερη δεν χρειάστηκε. Της είχε ήδη τάξει τη ζωή του. Στα πέπλα της τα θαλασσιά απ’ ακριβό μετάξι, που στόλιζαν την πυκνή, σγουροπλέξουδη κόμη, ταξίδευε ήδη και θαλασσοπνιγόταν. Έτσι είναι ο έρωτας. Χτυπάει και δεν ρωτάει. Και πόσα φλουριά έχεις στο πουγκί, ή αν φορείς μαντηλοδέσι ή κορώνα στο κεφάλι, καθόλου δεν κοιτάει…
Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Να σου κι οι γιορτινοί καλαντιστές που πήραν δρόμο. Με τα κρουστά και τα πνευστά, πανέτοιμα κι αστραφτερά. Χαρά στους λαλητάδες! Από κοντά κι ο Μανουήλ με την αηδονόλαλη φωνή. Στης ακριβής του κοντοστέκεται το αρχοντικό το σπίτι. Κρούει το μάνταλο μ’ απόφαση. Να της τα ψάλλει έτοιμος, ν’ ανοίξει την καρδιά του. Γονυπετή να παραθέσει στον δαντελένιο της ποδόγυρο τον ασυγκράτητο έρωτά του. Μα δίχως να τον πάρουνε είδηση οι δικοί της. Πως θα το καταφέρει αυτό; Ποιο είναι της μοίρας το γραφτό; Και τι θα γίνει αν μολογήσει πως ποθεί τον απαγορευμένο τον καρπό; Ή μήπως είναι πιο σωστό να επιστρέψει άπραγος στο φτωχικό γιατάκι, κορίτσι της σειράς του για να βρει και σε μπελάδες να μην μπει;
Και να η θύρα ορθάνοιχτη, τη μελωδία προσμένει. Μπροστά στο κεφαλόσκαλο ο οικοδεσπότης στέκει. Λαμπροντυμένος, γελαστός, προστάζει «να τα πείτε». Ξοπίσω η Κοκόνα του και παραπίσω η θυγατέρα. Της νύχτας τ’ αστρολούλουδο, η Θεοφανώ η πανώρια.
Σηκώνει το βλέφαρο ο Μανουήλ, τη βλέπει και χλωμιάζει. Μα ούτε δευτερόλεπτο μπροστά τους δεν κομπιάζει.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός,
Άγιος και Πνευματικός,
στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται
και δε μας καταδέχεται,
από την Καισαρεία.
Συ είσ’ αρχόντισσα κυρία.
Βαστάει πένα και χαρτί,
ζαχαροκάντιο ζυμωτή,
χαρτί και καλαμάρι,
δες και με το παλικάρι…
Μα τι σόι κάλαντα είν’ αυτά; Σαν γρίφος μπερδεμένος. Κι εκείνος που τον σκάρωσε ευθύς, νέος ερωτευμένος. Γιατί ψηλή σα δεντρολιβανιά είναι η ωραία κόρη. Και λάμπει απ’ τα χρυσαφικά σαν στολισμένη εκκλησιά. Μα δεν τον καταδέχεται, γιατί είν’ αρχόντισσα κυρία. “Αχ, ζαχαροζυμωμένη μου, ρίξε και σ’ εμένα μια ματιά!”. Μπλέκει του έρωτα τις αθιβολές ο κατεργάρης ο Μανουήλ, με των καλάντων τις ευχές, τα παινέματα, τις προσευχές. Και ούτε γάτα ούτε ζημιά, χαμπάρι δεν παίρνουν τα αυστηρά τα γονικά. Και ξέρετε ποιο είναι το πιο σπουδαίο; Πως του χαμογελάει η κοπελιά…
Κι αν μήτ’ εγώ ήμουν εκεί, μήτ’ εσείς να το πιστέψετε, καλή χρονιά σας εύχομαι, με παραμυθιών παρηγοριά…Που πάντα “κρύβουν” στο πουγκί τους λίγη αλήθεια. Για να ομορφαίνει η ζωή, ν’ αλλάζει η συνήθεια…
Η ζωγραφιά είναι του Θανάση Δήμου, από το βιβλίο μου “Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη”, εκδόσεις Πατάκη.