Οι γιορτές ήρθαν και πέρασαν όπως κάθε χρόνο. Και έμεινε η γνωστή υποχρέωση να ξεστολίσουμε το σπίτι. Που για μια οικογένεια, όπως η δική μας, με μικρό παιδί, δεν το λες απλώς στολισμένο. Γιατί εκτός από κατοικία είναι μαζί και σχολείο και παιδική χαρά. Με όλα όσα εμπεριέχονται σε αυτά…
Πώς τυχαίνει πάντα να στολίζω με παρέα και να ξεστολίζω μόνη; Μεταξύ μας, ίσως και να το επιδιώκω να γίνει έτσι. Θέλεις επειδή τη χαρά τη μοιράζομαι πιο εύκολα, ενώ τη λύπη θέλω να την κρατώ μόνο για τον εαυτό μου; Θέλεις επειδή ως νοικοκυρά έχω τον τρόπο μου να οργανώνω την άχαρη αυτή εργασία, ώστε να μοιάζει περισσότερο με διάλειμμα από τα συνηθισμένα παρά με αγγαρεία; Ή ίσως επειδή όταν καταπιάνομαι με πράγματα που πρέπει να γίνουν για να πάμε παρακάτω, θέλω αφοσίωση, τάξη και ησυχία; Το πιθανότερο όλα αυτά μαζί, μπορεί και άλλα που ενεδρεύουν ακόμη στη σφαίρα του ασυνείδητου.
Ξεστολίζω όπως στολίζω. Μετά μουσικής. Στην έναρξη της εορταστικής περιόδου με χριστουγεννιάτικες μελωδίες, κάλαντα, αγαπημένα κλασικά έργα. Στη λήξη, αναλόγως τη διάθεση. Σήμερα, λοιπόν, η εσωτερική μου φωνή ζητούσε επίμονα Χατζιδάκι. Μετά από σύντομο ανασκάλεμα των έργων του, κατέληξα σε ένα δίσκο που είχα καιρό να ακούσω. Χρόνια για την ακρίβεια. «Το χρυσάφι της γης». Ερμηνευτές ο Μητσιάς και η Γαλάνη. Τραγούδια σε στίχους του τεράστιου για μένα Νίκου Γκάτσου. Βάλσαμο. Τραγούδια που σπανίως ακούγονται πια στα ραδιόφωνα και στην τηλεόραση. Κατάντια. Και κρίμα.
Και άρχισε η καθιερωμένη τελετουργία. Αποκαθήλωση. Με κάθε μπάλα, κάθε παιχνίδι, κάθε στολίδι που κατέβαζα και τοποθετούσα στην κούτα, απογυμνώνονταν οι λύπες, οι πίκρες και οι καημοί, οι ελλείψεις, οι ατυχίες και οι κακοτοπιές του χρόνου που αποχώρησε. Ενός χρόνου πολύ δύστροπου είναι η αλήθεια. Ελάχιστα τρυφερού. Ελάχιστα δοτικού. Πολύ αναποδιάρη και πολύ εσωστρεφούς. Που έκανε ό,τι μπορούσε για να εντάξει τη γαλήνη και την ευδιαθεσία μας στα συναισθήματα που απειλούνται με εξαφάνιση. Θα μου πείτε, φταίει ο ρέων χρόνος, ή ο κακός μας ο καιρός; Γιατί στραβός δεν μπορεί να είναι ο γιαλός. Μάλλον στραβά αρμενίζουμε. Και όσο προχωράμε, τόσο λιγότερο ελπίζουμε…
Τα στολίδια τακτοποιήθηκαν στην κούτα. Σειρά πήραν τα λαμπάκια. Σιγά σιγά, ξεμπερδεύτηκαν κι αυτά. Κουλουριάστηκαν με τάξη, δέθηκαν με κορδέλες, μπήκαν στα σακουλάκια τους για να ξεκουραστούν. Χιλιάδες φορές αναβόσβησαν, χρωμάτισαν την καθημερινότητά μας και μας χάρισαν λάμψη και μαγεία. Και ελάχιστες φορές μας άλλαξαν την οπτική γωνία που ατενίζουμε τα πράγματα μέσα μας και γύρω μας. Ή μήπως όχι; Κάθε πρωί, μόλις ξυπνούσε, μόλις επιστρέφαμε από έξοδο για δουλειά ή βόλτα, ακόμη κι όταν ήταν αδιάθετος από τις ιώσεις που μας ταλαιπώρησαν αυτές τις μέρες, ο μικρός μας Νικηφόρος ζητούσε επίμονα «να ανάψουμε τα φωτάκια». Και κάθε φορά που το κάναμε, δεν τσιγκουνευόταν να δείξει τον ενθουσιασμό και τη χαρά του. Πόσο συχνά μιμούμαστε άραγε τα παιδιά μας, σε αυτήν την καταπληκτική τους ικανότητα να αναγεννούν τον κόσμο κάθε στιγμή μέσα τους και να τον βλέπουν, να τον ζουν όλο και ομορφότερο;
Τελευταίο αποσυναρμολογήθηκε το δέντρο. Ψεύτικο, γι’ αυτό «κόβεται» άφοβα σε κομμάτια και κρατάει χρόνια. Απέθαντο σαν και την απαρχή της ανάγκης του στολισμού. Κάθε κλαδί του και λόγος. Υπόσχεση και στόχος για τη νέα χρονιά. Θα αρμαθιάζω τις χαρές, για να φαίνονται πολλές. Θα ξεμακραίνω τις λύπες τη μια από την άλλη, για να φανούν λιγοστές. Θα διδάξω τη γλώσσα μου να στάζει μέλι ακόμη και στα δύσκολα, ακόμη και στα άδικα. Με κούρασαν οι αγένειες κι οι απρέπειες, οι έριδες και οι διχόνοιες, οι μικροπρέπειες κι οι ψυχαναγκασμοί. Ας μπουκώνει η ασχήμια και η κακεντρέχεια κάθε χαραμάδα γνήσιας ζωής. Δεν θα με μολύνει κι εμένα η σήψη κι η οιμωγή. Δεν θα το επιτρέψω, το λέω με νου και με ψυχή. Και δεν θα βγαίνω στο κουρμπέτι ποτέ πια αφελής και ασκεπής. Θα βάζω ασπίδα τους καλούς μου τρόπους. Θα απλώνω στον ήλιο τους κραταιούς μου φόβους. Για να ξεραίνονται οι χυμοί τους. Να φαντάζουν ζωϋφια άκακα, σαμιαμίδια ταπεινά μπροστά στης ύπαρξής μου την ολάνθιστη θωριά. Θα σκέφτομαι πάντα φωτεινά. Θα νιώθω ανατρεπτικά. Θα πορεύομαι με οδηγό την ανθρωπιά κι όχι μ’ ακόντια και σπαθιά. Θα εργάζομαι για να προσφέρω στην κοινή κληρονομιά κι όχι για να ταϊζω του σκότους τα θεριά. Θα παραστέκομαι, αρωγός ταπεινός και μαχητής πιστός στου Δήμου και όχι στου Τρόμου κάθε εκστρατεία. Μεγάλωσα. Μπορώ να τα διακρίνω πια. Δεν με ζαλίζουν των αφρόνων και των παραφρόνων τα κραυγάζοντα ηχεία…
Μπήκε στο χαρτόκουτό του και το δέντρο. Ασφαλίστηκε. Σύσσωμος ο χριστουγεννιάτικος στολισμός κατηφόρισε για την αποθήκη. Κι έμεινε να μαζευτεί η σκόνη της γιορτής που έγινε ήδη ανάμνηση. Μ’ ανοιχτά παράθυρα. Ν’ απογειωθεί, να ξενιτευτεί. Με αισθήματα αποδημητικά κάπου αλλού να απαγκιάσει, να ξεχειμωνιάσει. Να εναποτεθεί σε τόπους που υποφέρουν και τη χρειάζονται. Γιατί η μόνη σκόνη που τους αγκαλιάζει πλέον δίχως να τους προκαλεί δεινά, είναι εκείνη της ερήμου…
Τελειώνοντας, άφησα επίτηδες στο σαλόνι ετοιμόπλοο και φωταγωγημένο το καράβι μας. Γιατί σπίτι χωρίς καράβι στην καρδιά του, προκοπή δεν κάνει. Έτσι λέμε εμείς οι ναυτικοί, ταξιδεμένοι, θαλασσοδαρμένοι και μη. Προς μεγάλη ανακούφιση του Νικηφόρου μας, που δεν θα άντεχε δύο φωτεινές πηγές στο χώρο του να σβήσουν μαζί…
Να πως το ξεστόλισμα του σπιτιού και του χριστουγεννιάτικου δέντρου μπορεί να αποτελέσει μια πρώτης τάξεως ψυχοθεραπεία. Καλές στράτες να έχουμε. Και καλές θάλασσες. Και του χρόνου, με υγεία. Και με καλή πατρίδα, σύντροφοι…