Ζούσε κάποτε στη μακρινή Λυδία μια κοπέλα που ήταν πραγματική μαστόρισσα στην τέχνη της υφαντικής. Τη λέγανε Αράχνη κι όλοι πίστευαν ότι για να φτιάχνει τόσο λεπτεπίλεπτα και τόσο ξεχωριστά υφαντά, δεν μπορεί παρά να είχε μαθητεύσει κοντά στη θεά Αθηνά, την εμπνεύστρια και προστάτιδα αυτής της τέχνης. Αλλά η ίδια η Αράχνη περηφανευόταν πως οι επιδόσεις της στην υφαντική οφείλονταν αποκλειστικά και μόνο στις δικές της ικανότητες. Συνήθιζε, μάλιστα, να λέει ότι και με την ίδια τη θεά θα μπορούσε να παραβγεί και να την ξεπεράσει.
Μια μέρα της χτύπησε την πόρτα μια γριά ασπρομάλλα και καμπούρα. Έδειχνε ταλαιπωρημένη από τη ζωή και το γεμάτο ρυτίδες πρόσωπό της καθρέφτιζε πείρα και σοφία. Όταν η Αράχνη της άνοιξε, χαμογέλασε και της είπε:
– «Άκουσέ με, κόρη μου, έχεις πραγματικά πολλά χαρίσματα και η τέχνη σου είναι αξεπέραστη από κάθε θνητό. Αλλά αν θες τη συμβουλή μου, μην προκαλείς τους θεούς. Ζήτησε συγνώμη από τη θεά Αθηνά για την προσβολή που της έκανες και θα δεις καλό».
Η Αράχνη έγινε κατακόκκινη από το θυμό της και της απάντησε με περίσσιο θράσος!
– «Έχεις χάσει τα μυαλά σου, γιαγιά! Έτσι να συμβουλεύεις τις κόρες και τις εγγονές σου κι όχι εμένα, την καλύτερη υφάντρα του κόσμου. Κι αν θες να ξέρεις, ακόμη κι η θεά Αθηνά φοβάται τη σύγκριση μαζί μου. Γι’ αυτό δεν έρχεται να παραβγούμε, τόσο καιρό που την καλώ να το κάνει».
Δεν πρόλαβε να τελειώσει το λόγο της η Αράχνη και η γριά άρχισε να μεταμορφώνεται! Σε λίγα δευτερόλεπτα στεκόταν αγέρωχη και επιβλητική μπροστά της η ίδια η θεά Αθηνά. Η Αράχνη έμεινε ακίνητη και σιωπηλή, κοιτάζοντάς την άφοβα στα μάτια. Η θεά ενοχλήθηκε φοβερά, αλλά συγκράτησε το θυμό της και της είπε:
– «Εμπρός, λοιπόν, Αράχνη, βλέπω πως δεν καταδέχεσαι να συνετιστείς, παρόλο που σου έδωσα την ευκαιρία. Ας παραβγούμε κι ας νικήσει η καλύτερη!».
Αμέσως στήθηκε κι ένας δεύτερος αργαλειός και ο αγώνας ξεκίνησε. Η θεά Αθηνά παράστησε στο υφαντό της τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, την Ακρόπολη και την αναμέτρησή της με τον Ποσειδώνα για το όνομα και την προστασία της πόλης της Αθήνας. Στις άκρες του πανιού της ύφανε περιστατικά που έδειχναν πως τιμωρούν οι θεοί τους ασεβείς και υπερόπτες θνητούς. Τέλος, στόλισε το υφαντό της γύρω γύρω με στεφάνι από κλαδιά ελιάς.
Σκίτσα: Άκης Μελάχρης
Η Αράχνη επέλεξε να παρουσιάσει στο δικό της έργο σκηνές που αποδείκνυαν πως και οι θεοί έχουν ανθρώπινες αδυναμίες και πάθη και το στόλισε γύρω γύρω με ένα στεφάνι από λουλούδια πλεγμένα σε κλαδιά κισσού. Το υφαντό της ήταν απαράμιλλα όμορφο και τεχνικά άψογο. Όσο κι αν προσπαθούσε η θεά Αθηνά να του βρει κάποιο ψεγάδι, δεν τα κατάφερνε. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι οι παραστάσεις του εξέφραζαν περιφρόνηση και ασέβεια προς τους θεούς, την έκανε να θολώσει από οργή και ζήλια. Με μια απότομη κίνηση ξέσκισε το έργο της Αράχνης και τη χτύπησε με τη σαϊτα της. Εκείνη δεν άντεξε την προσβολή και θέλησε να δώσει τέλος στη ζωή της. Έτρεξε, βρήκε ένα χοντρό σκοινί, το έπλεξε σε θηλιά και κρεμάστηκε. Η θεά Αθηνά όμως θεώρησε ότι αυτή η τιμωρία δεν ήταν αρκετή. Έλυσε τη θηλιά, τη βοήθησε να συνέλθει και της είπε:
– «Ο θάνατος δεν είναι η τιμωρία που σου αξίζει, Αράχνη. Αφού η υπεροψία σου δε σε αφήνει να παραδεχτείς το σφάλμα σου, μείνε στη ζωή, και ύφαινε αδιάκοπα για να επιβιώσεις κι εσύ και οι απόγονοί σου…».
Λέγοντας αυτά η θεά, τη ράντισε με ένα χυμό από μυστικά βοτάνια. Το κορμί της Αράχνης άρχισε αμέσως να σουφρώνει και η ωραία κόρη μεταμορφώθηκε σε ένα μικρό έντομο, τη γνωστή μας αράχνη. Κρεμασμένη από το νήμα που η ίδια παράγει, υφαίνει αδιάκοπα από τότε και αλίμονο στις μύγες, τις πεταλούδες και τα άλλα έντομα που θα πιαστούν στον ιστό της…
Λίγα λόγια για την τέχνη της Αράχνης:
Οι Ελληνίδες υφάντρες δούλευαν πάνω σε δύο κυρίως τύπους αργαλειών, τον «όρθιο» (για την ύφανση χαλιών) και τον «πλαγιαστό» (για όλα τα υπόλοιπα είδη υφαντών). Ο πλαγιαστός αργαλειός ήταν ορθογώνιος, φτιαγμένος από τέσσερα ξύλα που συνδέονταν με σανίδες, τέσσερις χαμηλά και τέσσερις ψηλά. Σε αυτές στερεώνονταν τα κάθετα νήματα, τα «στημόνια». Ανάμεσά τους περνούσαν οι υφάντρες με τη «σαϊτα» τους τα υπόλοιπα νήματα, τα «υφάδια». Με το «χτένι», ένα ξύλινο εξάρτημα που διέθετε…δόντια, η κάθε σειρά υφαδιού σπρωχνόταν να «κολλήσει» στην προηγούμενη.
φωτογραφία: Τάκης Τλούπας
Τα υφαντά φτιάχνονταν με νήματα από μαλλί, μπαμπάκι, λινάρι και μετάξι, είτε από κάθε υλικό από αυτά ξεχωριστά, είτε από την ανάμειξή τους. Για να φτιάξουν πολύχρωμα νήματα, χρησιμοποιούσαν φυσικές βαφές. Περίφημο είναι το στιγμιότυπο από την «Οδύσσεια» του Ομήρου, όπου η πιστή Πηνελόπη υφαίνει τη μέρα και ξηλώνει τη νύχτα το υφαντό της, καθώς έχει υποσχεθεί στους μνηστήρες να παντρευτεί έναν τους, μόλις το τελειώσει. Οι υφάντρες και ο αργαλειός τους είναι διακοσμητικά μοτίβα που συναντάμε συχνά στα αγγεία της κλασικής εποχής.
Με την υφαντική συνέχισαν να καταπιάνονται οι γυναίκες κατά τη Βυζαντινή εποχή, αλλά και αργότερα, για να φτιάξουν τα προικιά τους, αλλά και για ανταποκριθούν σε πρακτικές και διακοσμητικές ανάγκες των σπιτιών τους. Το 18ο και 19ο αιώνα κατασκευάζονται σε ολόκληρη την Ελλάδα υφαντά, που γίνονται ανάρπαστα όχι μόνο στις εγχώριες, αλλά και στις ξένες αγορές Δύσης και Ανατολής.
Πολύχρωμες παραδοσιακές φορεσιές, «ταγάρια» και «ντρουβάδες», (μικρά σακίδια για τη μεταφορά τροφίμων), «χράμια» (χαλάκια που ρίχνονταν στη ράχη των ζώων), «κιλίμια» και «καρπέτες» (βαριά υφαντά που χρησιμοποιούνταν κυρίως ως κλινοσκεπάσματα) και «μπάντες» (υφαντά που στόλιζαν τους τοίχους) είναι μερικά από τα είδη της νεοελληνικής υφαντικής. Από τα ωραιότερα δείγματά της θεωρούνται οι «πατανίες» (μεγάλα υφαντά με πολύχρωμες παραστάσεις) από τα χωριά του Κισσάμου της δυτικής Κρήτης.
Από το περιβαλλοντικό – πολιτιστικό πρόγραμμα με τίτλο “Η φύση στη μυθολογία, στην παράδοση και τη λογοτεχνία μας” που εκπονήσαμε στο ολοήμερο τμήμα του 7ου Νηπιαγωγείου Νέας Σμύρνης (σχολ. έτος 2014-15).