Ο έρωτας είναι ένας μύθος. Ο έρωτας μεταμορφώνει. Ο έρωτας χρόνια δεν κοιτά. Ο έρωτας είναι ζήτημα χημείας.Ο έρωτας περνάει από το στομάχι. Ο έρωτας είναι ένας μικρός φτερωτός θεός, που αν σε βάλει στο μάτι, σου στέλνει ίσια στην καρδιά ένα βέλος και στην ηρεμία σου βάζει τέλος. Ο έρωτας είναι ένας άγιος που τον λένε Βαλεντίνο. Ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα. Αμάν πια, σας ζάλισα τον έρωτα! Ποιον να ρωτήσω, τέλος πάντων, τι στο καλό είναι ο έρωτας; Το σκέφτηκα από δω, το σκέφτηκα από εκεί και κατέληξα σε κάποιον που άφησε…μυθολογία με τους έρωτές του: ναι, καλά το μαντέψατε, σήμερα ερωτο…λογούμε με τον ίδιο το θεό Δία!
Βαγγελίτσα Ανησυχίδου: Ομολογώ πως μια ταχυκαρδία την έχω τώρα που σας συναντώ, ω Δία. Δε…χαμηλώνετε λιγάκι το μουσικό χαλί με τα μπουμπουνητά και τις αστραπές, για να ακουγόμαστε καλύτερα;
Δίας: Δύσκολο να τιθασεύσω το θεϊκό μου ταμπεραμέντο, παιδί μου, αλλά θα προσπαθήσω.
Βαγγελίτσα: Το θέμα μας, λοιπόν, είναι ο Έρωτας.
Δίας: Μια σταλιά αυτό το βρωμόπαιδο της Αφροδίτης κι όλον τον κόσμο αναστατώνει. Κι έχω και την Ήρα που μ’ έχει ταράξει στην κρεβατομουρμούρα εξαιτίας του.
Βαγγελίτσα: Αλήθεια, πείτε μας για τη γνωριμία σας με τη σύζυγό σας.
Δίας: Αχ, η Ήρα! Από πιτσιρίκα που τη γνώρισα, ήταν πάντα σωστή κυρία: σοβαρή, μυαλωμένη, νοικοκυρά. Αυτό που εσείς οι θνητοί λέτε «κορίτσι για σπίτι». Αλλά και τι γυναίκα! Σωστή κούκλα. Ήταν πλασμένη για να γίνει η βασίλισσά μου. Δεν άφηνε όμως πολλά περιθώρια να την πλησιάσεις. Τότε κι εγώ ξαμόλησα μια καταιγίδα, μεταμορφώθηκα σε κούκο και μουσκεμένος ως το…φτεροκόκαλο πέταξα κοντά της. Με λυπήθηκε αυτή και με σκέπασε με το φόρεμά της για να με ζεστάνει.
Βαγγελίτσα: Και μετά τι έγινε;
Δίας: Μετά της έκανα…κούκου! Πήρα την αληθινή μου μορφή κι αμέσως της έταξα γάμο. «Κορώνα στο κεφάλι μου θα σ’ έχω, ομορφιά μου», της είπα. Βούιξε ο Όλυμπος όταν στεφανωθήκαμε!
Βαγγελίτσα: Όπως βούιζε κι όταν εκείνη μάθαινε τις αταξίες σας…
Δίας: Ε, αδυναμίες είναι αυτές! Τι θα έκανες εσύ αν έβλεπες μια κοπελούδα σαν τα κρύα τα νερά να μαζεύει αγριολούλουδα με τις φιλενάδες της στην εξοχή;
Βαγγελίτσα: Για την Ευρώπη λέτε; Μάλλον θα τη ρωτούσα πως εκείνη ονειρευόταν το μέλλον της.
Δίας: Ναι, αλλά εγώ έγινα ταύρος και την έκλεψα από τον μπαμπά της!
Βαγγελίτσα: Είναι γεγονός ότι στις μεταμορφώσεις είσαστε μανούλα! Και μάλλον έχετε ιδιαίτερη αδυναμία στα πουλιά: πότε κούκος, πότε κύκνος, πότε αετός…
Δίας: Τι μου θύμησες τώρα…Κύκνος έγινα για να τουμπάρω εκείνη την υπέροχη κοκκινομάλλα, τη Λήδα. Ένα μόνο σου λέω: η Ωραία Ελένη ήταν ο καρπός του έρωτά μας. Και ο ένας από τους Διόσκουρους, ο λεβέντης Πολυδεύκης. Τα άλλα δύο της παιδιά, η Κλυταιμνήστρα και ο Κάστορας, ήταν από τον άντρα της, τον Τυνδάρεω, βασιλιά της Σπάρτης.
Βαγγελίτσα: Αυτός ήταν πράγματι ένας έρωτας μεγάλος…Έλληνες και Τρώες μπήκαν στα αίματα εξαιτίας του.
Δίας: Σε αετό μεταμορφώθηκα όταν μου γυάλισε η νύμφη Αίγινα. Τι περιπέτεια κι αυτή!
Βαγγελίτσα: Να τολμήσω να ρωτήσω πως αντιδρούσε η Ήρα, που -σα θεά που ήταν- δεν της ξέφευγε καμιά από τις ατασθαλίες σας;
Δίας: Ζήλευε τρομερά το χρυσούλι μου, αλλά δεν έχω παράπονο. Τις πιο πολλές φορές έκανε τα στραβά μάτια.
Βαγγελίτσα: Δε θα έλεγε το ίδιο και η καημένη η Ιώ…
Δίας: Δεν ξέρω τι την έπιασε και οργίστηκε τόσο μ’ αυτό το κορίτσι. Ίσως επειδή όταν γνωριστήκαμε, την υπηρετούσε ως ιέρειά της. Έφτασα στο σημείο να το μεταμορφώσω σε αγελαδίτσα για να το γλυτώσω από την οργή της, αλλά εκείνη δεν ησύχασε. Την έδεσε σε μια βελανιδιά κι έστειλε τον Άργο, ένα φοβερό τέρας γεμάτο μάτια απ’ την κορφή ως τα νύχια, να τη φυλάει, για να μην την ξαναπλησιάσω. Παρακάλεσα τότε τον Ερμή να την ελευθερώσει, αλλά η Ήρα δεν το έβαλε κάτω: έστειλε τον Οίστρο, μια απαίσια μύγα, που την τσιμπούσε συνέχεια και δεν την άφηνε να ησυχάσει. Από τα σαράντα κύματα πέρασε η κακομοίρα η Ιώ για να γλυτώσει, αλλά μόνο όταν, αφού διέσχισε την Ελλάδα, πέρασε στην Ασία κι από εκεί στην Αφρική, όπως την ορμήνεψε ο Προμηθέας, ξεθύμανε η συμβία μου. Τότε της έδωσα πάλι την ανθρώπινη μορφή της και μου γέννησε ένα γιο, τον Έπαφο, που έγινε βασιλιάς της Αιγύπτου.
Βαγγελίτσα: Μήπως ο Ηρακλής λίγα τράβηξε;
Δίας: Αχ το καμάρι μου! Από βρέφος τον έζωσαν τα…φίδια! Και τι ταλαιπωρία τράβηξε με τους άθλους! Η Ήρα, θυμάμαι, είχε πρασινίσει από το κακό της που τα έφτιαξα με τη λυγερόκορμη Αλκμήνη, τη μητέρα του. Το αστείο ήταν ότι όταν έκανα τη ζαβολιά, είχα πάρει τη μορφή του άντρα της, του βασιλιά Αμφιτρύωνα κι ούτε γάτα ούτε ζημιά!
Βαγγελίτσα: Αμέτρητων παιδιών πατέρας είσαστε, αλήθεια, ω πατέρα των θεών…
Δίας: Και τι παιδιών! Θεοί, ήρωες και ημίθεοι ήταν οι γιοι κι οι κόρες μου. Με την επίσημη αγαπημένη μου αποκτήσαμε τον Άρη, την Ήβη και τον Ήφαιστο. Με τη νύμφη Μαία το γοργοπόδαρο Ερμή, με τη θεά Δήμητρα την Περσεφόνη, με τη Μήτιδα τη σοφή Αθηνά…
Βαγγελίτσα: Έχει διαρρεύσει ότι η Αθηνά γεννήθηκε από το κεφάλι σας! Μα πως έγινε αυτό;
Δίας: Χμ…ήταν μοιραίο. Οι Μοίρες με πληροφόρησαν ότι τα παιδιά που θα γεννούσε η Μήτις θα μου έπαιρναν την εξουσία. Και κάτι τέτοια, ως γνωστό, εγώ δεν τα καταπίνω. Γι’ αυτό, μόλις έμεινε έγκυος η μορφονιά, κατάπια εκείνη! Έλα όμως που μετά από εννιά μήνες μ’ έπιασε ένας πονοκέφαλος αβάσταχτος. Φώναξα τότε τον Ήφαιστο και του είπα: «κάνε κάτι να γλυτώσω!». Σήκωσε αυτός τη βαριοπούλα του, μου έδωσε μια κατακέφαλα και να σου ξεπετάχτηκε η Αθηνά και μάλιστα πάνοπλη.
Βαγγελίτσα: Νομίζω ότι και κάποιος άλλος θεός γεννήθηκε από ένα μέρος του σώματός σας.
Δίας: Λες για τον κανακάρη μου, το Διόνυσο. Η μάνα του, η Σεμέλη τα φταίει. Την έψησε η Ήρα να μου ζητήσει να εμφανιστώ μπροστά της σε όλο μου το θεϊκό μεγαλείο, για να της αποδείξω τάχα την αγάπη μου. Εσείς οι γυναίκες όλο κάτι τέτοια μηχανεύεστε. «Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, δεν είναι αυτά τα πράγματα για σένα, μια θνητή», της έλεγα εγώ για να τη συνετίσω. Τίποτα αυτή. Αποτέλεσμα; Κεραυνοβολήθηκε η δύστυχη από το…μεγαλείο μου κι εγώ έχωσα τον πρόωρα γεννημένο Διόνυσο μέσα στο μηρό μου, για να ξαναγεννηθεί αργότερα δυναμωμένος. Πως νομίζεις ότι αντέχει με τόσο κρασί που κατεβάζει;
Βαγγελίτσα: Ατελείωτος ο κατάλογος με τις κατακτήσεις σας, θεέ μου. Θα μας εκμυστηρευτείτε σε ποιο συμπέρασμα καταλήξατε με την πλούσια εμπειρία σας; Τι είναι τελικά ο έρωτας;
Δίας: Κάτι κοινό και εξαιρετικά πολύτιμο για όλους, μα για τον καθένα μας διαφορετικό, γλυκιά μου. Η ίδια η ζωή. Η δύναμη που κινεί τον κόσμο!