Όταν δεν μπορώ να βγω στο ταξίδι, βουτάω σ’ ένα βιβλίο. Κάποιες φορές η βουτιά αποδεικνύεται πως είναι στα ρηχά. Μπορεί να γρατζουνιστώ λίγο, ή ακόμη και να γκρεμοτσακιστώ, αλλά η γιατρειά προσφέρεται σύντομα και εύκολα. Το κλείνω και ανοίγω άλλο. Κάποιες φορές, όμως, η βουτιά με στέλνει πολύ βαθιά. Τόσο που είναι αδύνατον να επιστρέψω στην επιφάνεια για να πάρω ανάσα. Και το διαβάζω με τη μία και μοναδική που πήρα στην αρχή.
Αυτό μου συνέβη με τη «Μοναξιά των Συνόρων». Η ζωή μου από παιδί είναι πλασμένη και ζυμωμένη και με τα δύο αυτά αρχέγονα και διαχρονικά συστατικά: τη μοναξιά και τα σύνορα. Ομολογώ ότι αποφεύγω να διαβάζω βιβλία με αυτή τη θεματολογία. Μου φτάνει που τα ζω. Τουλάχιστον ας μην τα διαβάζω. Γιατί να στρίβω διαρκώς και επί τούτου το μαχαίρι στην πληγή; Αλλά είναι φορές που δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Κάτι με σπρώχνει και αυτό το κάτι δεν είναι η περιέργεια. Είναι η ενστικτώδης και αδιόρατη βεβαιότητα ότι θα μου βγει σε καλό. Όπως αυτή τη φορά.
Δεν είμαι κριτικός βιβλίων. Και δεν με ενδιαφέρει να είμαι. Ποια είμαι εγώ για να κρίνω τις σκέψεις και το αίμα της καρδιάς των άλλων; Θα πω δυο λόγια γι’ αυτό το βιβλίο, λοιπόν, ως ταπεινή αναγνώστης. Και θα τα πω γιατί δεν μπορώ να μην επικοινωνήσω την εμπειρία της συγκεκριμένης ανάγνωσης. Από μεράκι. Από λαχτάρα. Από πεποίθηση ότι αυτή η επι-κοινωνία αξίζει. Και οφείλω να συμβάλλω, ως πολίτης, ως γυναίκα, ως δασκάλα, ως πρόσφυγας, ως πατριώτης, ως άνθρωπος, στη διάχυση της καλής θεωρίας και πρακτικής που ευαγγελίζεται.
Με αυτό της το πόνημα η Γλυκερία Γκρέκου σε παίρνει από το χέρι γλυκά και σταθερά, για να σου δείξει την αληθινή ζωή. Που δεν έχει καμία σχέση και επαφή με αυτήν που φωνασκεί μ’ αμετροέπεια και βερμπαλίζει αυτάρεσκα στις ειδήσεις. Την άλλη. Αυτήν που βιώνεις στο πετσί σου καθημερινά, όχι ως τηλεοπτική εξαίρεση και έξαρση αλλά ως αυτονόητο, καθημερινό κανόνα της συμβίωσης και της επιβίωσης. Ο λόγος της συγγραφέα κυλάει σιγανά και ταπεινά. Ακουμπάει πρώτα και διεγείρει το νου, την αναλυτική και συνθετική σκέψη. Την παρατηρητική καταγραφή των εντυπώσεων. Την διερευνητική, ψυχογραφική ματιά. Χωρίς βιαστικές ερμηνείες. Χωρίς προπετείς νουθεσίες και διδαχές. Με σεβασμό στην ευάλωτη ουσία του θέματος που πραγματεύεται. Και στην επικινδυνότητα της επιρροής και του αντίχτυπου που μπορεί να προκαλέσει η επιφανειακή διαπραγμάτευσή του.
Ο λόγος της Γλυκερίας Γκρέκου ανελίσσεται με μαεστρία και υφαίνει σταδιακά λογισμούς και απολογισμούς. Πότε με λεπταίσθητο λυρισμό, πότε με στακάτο ρεαλισμό. Τραβάει την κουρτίνα από τον μεγάλο ολόσωμο καθρέπτη στο δωμάτιο υποδοχής κάθε ευυπόληπτου νοικοκυριού. Για να κοιταχτούμε όλοι σε αυτόν. Να θυμηθούμε τα δικά μας. Να ανακαλύψουμε εκ νέου τη συμπόνια, προίκα ξεχωριστή και κληρονομιά βαριά της ενσυναίσθησης. Συμπονώ, άρα αποκαλύπτομαι. Ως άνθρωπος και όχι ως πόζα, ετικέτα, ρόλος, θεσμός. Ως άνθρωπος, πλάσμα φύσει και θέσει κοινωνικό.
Ο λόγος της συγγραφέα σταδιακά ξυπνάει και το θυμικό. Από μουρμουριστό ρυάκι μετατρέπεται σε ποτάμι βουερό, σε χείμαρρο ορμητικό. Συγκινεί, ξεχειλίζει, κατακλύζει. Την «έτοιμη από καιρό» καρδιά του σκεπτόμενου, ευαισθητοποιημένου ή μη, αναγνώστη. Γιατί από το δάκρυ που ξεφεύγει στα κλεφτά, γεννιέται λέξη τη λέξη, φράση τη φράση, εικόνα την εικόνα, το αναφιλητό. Και γίνεται ένα με τη θάλασσα μέσα του. Για να συντελεστεί για ακόμη μια φορά -τι ευλογία- το αθόρυβο αλλά αξεπέραστης αξίας και ομορφιάς θαύμα της καλής λογοτεχνίας.
Όση ώρα διάβαζα το βιβλίο, το μυαλό μου γέμιζε μουσικές. Τραγούδια της ξενιτιάς, ριζίτικα, ποντιακά, σμυρνέικα, νησιώτικα. Ο «Βυζαντινός Εσπερινός» του Απόστολου Καλδάρα και του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Και βασανιστικά επίμονα το «Σαν το μετανάστη» του Ζουλφί Λιβανελί με τη Μαρία Φαραντούρη, πάλι σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Σαν τον μετανάστη στη δική σου γη,
μέρα νύχτα λύνεις δένεις την πληγή.
Κι όλα γύρω ξένα κι όλα πετρωμένα
και δεν ξημερώνει να ’ρθει χαραυγή.
Στράγγισε η ζωή σου που αιμορραγεί,
κάθε ώρα τρόμος πόνος και κραυγή.
Και σ’ ακούν οι ξένοι κι ο αδερφός σωπαίνει
αχ δεν είναι άλλη πιο βαθιά πληγή.
Σύρμα κι άλλο σύρμα και χοντρό γυαλί,
μάτωσε ο ήλιος την ανατολή.
Κλαις κι αναστενάζεις, αχ ξενιτιά φωνάζεις,
μα η ελπίδα μαύρο κι άπιαστο πουλί.
Σκεφτόμουν, παράλληλα, πόσες φορές αισθάνομαι εγώ πρόσφυγας, εδώ, στην ίδια μου τη χώρα. Κάθε φορά που επιστρέφω από εκδρομή στη φύση, αισθάνομαι πρόσφυγας στην αφιλόξενη, γκρίζα, μονότονη και μονόχνωτη μεγαλούπολη όπου κατοικώ. Κάθε φορά που αλλάζω σχολείο -και συμβαίνει συνεχώς αυτό εδώ και 12 χρόνια- ως «υπεράριθμη από υπαιτιότητα της υπηρεσίας» εκπαιδευτικός, αισθάνομαι πρόσφυγας στο χώρο και στις αποφάσεις, στη ρουτίνα και τις επιλογές άλλων. Κάθε φορά που συμπληρώνω τη φορολογική μου δήλωση σημειώνοντας ότι «φιλοξενούμαι στο σπίτι του πατέρα μου», αισθάνομαι οικονομικός πρόσφυγας, γιατί δεν μπόρεσα, λόγω της κρίσης, να δημιουργήσω μία αυτόνομη εστία για τη δική μου οικογένεια. Κάθε φορά που κοιτάζω τη μάνα μου, με διαπερνά η δική της εμπειρία εσωτερικής μετανάστευσης και προσφυγιάς, αυτή της Κρητικοπούλας που βρέθηκε δεκαεπτάχρονη ψυχοκόρη στην Αθήνα, για να αντιπαλέψει τη φτώχεια και την ανέχεια στην ιδιαίτερη πατρίδα της και να διεκδικήσει το όνειρό της για μια καλύτερη ζωή. Κάθε φορά που ο πατέρας μου ξεροσταλιάζει στην ουρά της τράπεζας για να εισπράξει μια σύνταξη της ντροπής, σκέπτομαι με παράπονο την ιδιόμορφη προσφυγιά του ναυτικού που στερήθηκε τη χαρά της συντροφικότητας και της οικογενειακής θαλπωρής για μια ολόκληρη ζωή, ως πρόσφυγας κατ’ εξακολούθηση με αντάλλαγμα την επιβίωση. Και ανατρέχοντας στις προγονικές ρίζες, η προσφυγιά δεν είναι μόνο μεταφορική ή κοινωνικά και ψυχικά σχετικώς ανεκτή. Τραπεζούντα, Κερασούντα, περιπέτειες μαρτυρικές, απώλειες, χωρισμοί, τραύματα, καημοί αγιάτρευτοι.
Η μοίρα το έφερε να συνδέσω τη ζωή μου με έναν άνθρωπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε και αντρειώθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά κατάγεται από την Ίμβρο. Περίπτωση ιδιόμορφη η Ίμβρος και οι άνθρωποί της, καθώς η προσφυγιά τους δεν απεδείχθη αμετάκλητη, αλλά εξελίχθηκε, χάρη στο δικό τους κυρίως παράτολμο πείσμα και στη δική τους βαθιά ριζωμένη φιλοπατρία, σε ένα συνεχές, καθαρτήριο και βασανιστικό μαζί πήγαιν’ έλα. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα και δεν εξαντλείται σε μερικές γραμμές. Του ταιριάζει, ωστόσο, γάντι ο τίτλος «Η μοναξιά των συνόρων»…
Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό της Γλυκερίας Γκρέκου, δεν μπορείς παρά να ταυτιστείς με όλες τις γυναίκες ηρωίδες της: τη γιαγιά Χαρούλα, συνταξιούχο δασκάλα από την Ελλάδα, την έφηβη Χαμιντάινα, προσφυγοπούλα από το Αφγανιστάν, την ώριμη οικιακή βοηθό Ρόζα από την Αλβανία, την ίδια τη συγγραφέα. Σε όλων τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τα όνειρα, θα αναγνωρίσεις μία τουλάχιστον δική σου πλευρά. Και αυτό είναι το μυστικό «όπλο» του βιβλίου. Που δεν απευθύνεται μόνο σε νεαρούς αναγνώστες όπως επισημαίνεται στο εξώφυλλό του, αλλά σε αναγνώστες κάθε ηλικίας. Άλλο ένα χαρακτηριστικό της καλής λογοτεχνίας. Ότι χωρίς να το προσπαθήσει στοχευμένα, μπορεί να τέρψει, να ευφράνει, να διεγείρει νοητικά, ψυχικά και συναισθηματικά, κάθε αναγνώστη. Που διαβάζει, εννοείται, με «πάντα ανοικτά πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του».
Σε αυτό το μικρό από καρδιάς κείμενο δεν θα ήθελα να εστιάσω στις κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, πολιτιστικές, εκπαιδευτικές πτυχές του ζητήματος της μετανάστευσης. Όλοι μας πλέον, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο στον ιδιωτικό και στο δημόσιο χώρο, τις ζούμε, τις αναλύουμε, τις προσπερνάμε, ή τις αντιμετωπίζουμε. Όλους μας προβληματίζουν, όλους μας πονάνε, μας θυμώνουν, μας λυπούν, μας εξουθενώνουν. Όπως όλα τα ανθρώπινα. Γι’ αυτό δεν μπορεί να έχουμε άλλη επιλογή από το να μας ενώνουν…Θέλω μόνο, εν κατακλείδι, να πω ότι «Η μοναξιά των συνόρων» της Γλυκερίας Γκρέκου είναι ένα μυθιστόρημα – χρονικό της εποχής μας. Μια ολοκληρωμένη, ψυχοθεραπευτική σχεδόν, σπουδή στο βαθύ πηγάδι της προσφυγιάς, που μπορεί να προσφέρει ανάσα ελπίδας σε κάθε περιπατητή της ζωής. Ένα υπέροχο διδακτικό εγχειρίδιο χωρίς ίχνος διδακτισμού. Μια γουλιά ελπίδας στον πάτο του πικρού ποτηριού που γεύονται και θα γεύονται -δυστυχώς- εκατομμύρια άνθρωποι εις τους αιώνας των αιώνων. Γευτείτε το. Αφομοιώστε την τρυφερότητα και το ρεαλισμό του, μαζί με τα παιδιά και τους εφήβους που αγαπάτε. Μόνο καλύτεροι και πιο συνειδητοί άνθρωποι και αναγνώστες θα αναδυθείτε μέσα από τις σελίδες του. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.