ΠΑΣΑΣ: Τι παίρνετε, συνήθως, για την όρεξη;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, πεπονόφλουδες, καρπουζόφλουδες, λεμονόφλουδες, πορτοκαλόφλουδες…
ΠΑΣΑΣ: Α, όχι!Εμείς έχουμε ρακί και χαλβά καϊμακλή.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Έχετε πολύ χαλβά;
ΠΑΣΑΣ: Νταβάδες.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ε, πάμε τότε να φάμε καμιά δεκαριά νταβάδες.
ΠΑΣΑΣ: Τόσο πολύ θα φάτε;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Όχι, πασά μου! Καμιά οχτακοσαριά μπουκιές για τη λιγούρα θα πάρω.
Έτσι…χαλβάδιαζε το χαλβά ο «Καραγκιόζης Μαέστρος» του Ευγένιου Σπαθάρη. Μέρες που είναι, έψαξα να βρω και να σας πω τα μυστικά του. Ρώτησα γιαγιάδες και παππούδες, ξεφύλλισα βιβλία, σέρφαρα στο Διαδίκτυο, «ξεχάστηκα» στα πολύχρωμα παζάρια της Κωνσταντινούπολης. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο καλοπέρασα: τι γλυκές ιστορίες, τι κεράσματα, τι μυρωδιές και ξεφαντώματα! Εσείς…ψήνεστε για χαλβά;
Αξέχαστη Γιελντά και «Καϊμακλί Χελβά»
Η φίλη μας η Γιελντά Σονμέζ από την Κωνσταντινούπολη, έγραψε πριν μερικά χρόνια ένα βιβλίο με παλιές πολίτικες συνταγές. Τα μυστικά και η πείρα της γιαγιάς της σε συνδυασμό με τη φαντασία και το δικό της μεράκι, έδωσαν και πήραν: το βιβλίο βραβεύτηκε σε διεθνή διαγωνισμό και κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, με τίτλο «Η Κωνσταντινούπολη στο τραπέζι σας», από τις εκδόσεις «Μίνωας». Η χρυσοχέρα μας η Γιελντά, που εκτός από το ότι ήταν δεινή μαγείρισσα είχε και χρυσή καρδιά, δεν βρίσκεται δυστυχώς πια ανάμεσά μας. Το κενό που άφησε είναι δυσαναπλήρωτο. Όμως η συνταγή του «Καϊμακλί Χελβά», που τόσο λιγουρευόταν ο Καραγκιόζης, βρίσκεται ανάμεσα στα οικογενειακά μας κειμήλια, μια ανάμνηση ανεκτίμητης αξίας…Από εκείνην μάθαμε ότι την περίοδο που βασίλευε ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, στο Τοπ Καπί, τα παλάτια του Σουλτάνου στην Πόλη, υπήρχε ειδικός χώρος, το «Χελβαχάν» (που θα πει «το σπίτι του χαλβά»), όπου παρασκευάζονταν 15 τουλάχιστον διαφορετικά είδη χαλβά! Μας είπε ακόμη ότι την πιο παλιά σχετική συνταγή που ξέρει, την ξετρύπωσε σε ένα δοκίμιο του 1764. Οι Οθωμανοί την ονόμαζαν «Ο Χαγάνος των Χαλβάδων», που σημαίνει ο βασιλιάς των χαλβάδων, ο… «Αρχιχαλβάς» ας πούμε! Ήταν όμως αρκετά δύσκολη στην εκτέλεση και κάπως…δυσκολοχώνευτη για το πορτοφόλι μας. Φανταστείτε ότι ανάμεσα στα υλικά που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε, ήταν τρία διαφορετικά είδη αλευριού, βουβαλίσιο καϊμάκι και χυμός από πορτοκαλάνθια! Έτσι, μας χάρισε μία πιο απλή και «σύγχρονη», αλλά εξίσου λαχταριστή! Δοκιμάστε να την εκτελέσετε και…όποιος πρόλαβε, το χαλβά έφαγε!
Υλικά
1 νεροπότηρο σιμιγδάλι
1 γεμάτη κουταλιά της σούπας κουκουνάρια (ή φιστίκια, ή ξεφλουδισμένα αμύγδαλα θρυμματισμένα)
150 γραμ. βούτυρο
150 γραμ. καϊμάκι
1 νεροπότηρο γάλα
1 νεροπότηρο νερό
ζάχαρη τόση, όσο γλυκό θέλετε το σιρόπι
Βάζουμε τη ζάχαρη με το γάλα και το νερό να βράσουν για δύο λεπτά. Μετά, κατεβάζουμε το μείγμα που έχει γίνει σιρόπι από τη φωτιά και το αφήνουμε να γίνει χλιαρό.
Λιώνουμε το βούτυρο σε έναν στρογγυλό τέντζερη με χοντρό πάτο, προσθέτουμε το σιμιγδάλι και τα κουκουνάρια και το γυρίζουμε με μία ξύλινη κουτάλα πάντα προς την ίδια κατεύθυνση. Αυτό πρέπει να γίνει σε σιγανή φωτιά για 20 περίπου λεπτά, ώστε το μείγμα να καβουρντιστεί ωραία και να ροδίσει. Μετά, χύνουμε επάνω του το σιρόπι που έχουμε ετοιμάσει, ανακατεύουμε καλά και τον αφήνουμε να σιγοψηθεί για άλλα 15 λεπτά. Κατόπιν, κατεβάζουμε τον τέντζερη από τη φωτιά, σκορπίζουμε πάνω στο μείγμα το καϊμάκι, ανακατεύουμε ξανά και αφήνουμε τον χαλβά να «ανασάνει» για 15 περίπου λεπτά. Αν προτιμάτε το χαλβά σας πολύ γλυκό, μπορείτε μαζί με το καϊμάκι να πασπαλίσετε στο μείγμα ζάχαρη άχνη. Στο τέλος, αφού «χαρμανιάσουμε» (ανακατέψουμε ελαφριά με την ξύλινη κουτάλα) για άλλη μια φορά το χαλβά, σκορπάμε επάνω του κανέλα και σερβίρουμε.
Πάμε στα Φάρσαλα για χαλβά;
Όπως η Χίος παινεύεται για τη μαστίχα της, έτσι και τα Φάρσαλα είναι περήφανα για το χαλβά τους! Και με το δίκιο τους, γιατί αυτός ο χαλβάς «κρατάει» από πολύ παλιά και δε μοιάζει με κανέναν άλλο. Φτιάχνεται από αραβοσιτάλευρο ή ριζάλευρο, ζάχαρη, αμύγδαλα και κατσικίσιο βούτυρο, μοιάζει με πουτίγκα και έχει κεχριμπαρένιο χρώμα. Συνήθως καλύπτεται με μια κρούστα από καραμελωμένη ζάχαρη. Ο Τουραχάν Μπέης, Τούρκος κατακτητής της Θεσσαλίας, τον μνημόνευσε στη διαθήκη του, το 1466!
Χαλβατζή με τον ταβά σου,
κέρασέ με απ’ το χαλβά σου!
Επάγγελμα χαλβατζής! Μη γελάτε καθόλου. Ξέρετε τι νόστιμο και τι θρεπτικό κολατσιό ήταν ο χαλβάς για τους εργάτες, τα σχολιαρόπαιδα αλλά και τους πεινασμένους περαστικούς, τον παλιό καλό καιρό; Οι χαλβατζήδες τριγύριζαν στις γειτονιές με τον ταβά στο κεφάλι τους και το τριπόδι τους στο χέρι. Όταν τους σταματούσε πελάτης, άνοιγαν το τριπόδι, ακουμπούσαν πάνω του τον ταβά τους και του έκοβαν ένα λαχταριστό κομμάτι χαλβά, άλλοτε ζυμωμένο «ρολό» που είχε «κυλιστεί» σε σουσάμι, άλλοτε μαλακό με φιστίκι κι άλλοτε σκληρό με καρύδια, αμύγδαλα, ή με κόκκινες στρογγυλές καραμελίτσες! Σήμερα οι χαλβατζήδες είναι πλέον βιοτέχνες ή βιομήχανοι, όπως οι μικρασιατικής καταγωγής Αδερφοί Χαϊτογλου στη Θεσσαλονίκη, που παράγουν μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων με επικεφαλής τον πασίγνωστο «Μακεδονικό Χαλβά».
Χαλβαδο…παίζουμε;
1. Το παιχνίδι αυτό λέγεται «Χάσκας» και παιζόταν τις Απόκριες στα χωριά του Πηλίου, αλλά και στη Χαλκιδική, στο Άργος και στην Ήπειρο, σε διάφορες παραλλαγές (με λουκούμι, ή αυγό πασαλειμμένο με γιαούρτι!). Μια παρέα μαζευόταν γύρω από ένα τραπέζι. Ο ψηλότερος στεκόταν όρθιος και κρατούσε ένα καλάμι, που στη μια του άκρη είχε δεμένο ένα σκοινί. Στην άκρη του σκοινιού στερεωνόταν ένα κομμάτι σκληρός χαλβάς με σουσάμι, που είχε πασπαλιστεί με λουκουμόσκονη, ή αλεύρι. Καθώς κουνούσε το καλάμι σαν εκκρεμές, οι φίλοι του που ήταν καθισμένοι γύρω από το τραπέζι, προσπαθούσαν να…χάψουν, ή έστω να δαγκώσουν το χαλβά! Όπως καταλαβαίνετε λίγοι το κατάφερναν, αλλά όλοι…αλευρώνονταν! Και περνούσαν τέλεια!
2. Ένα άλλο πολύ διασκεδαστικό…χαλβαδοπαίχνιδο μου περιέγραψε ο κ. Δημήτρης Κόκκινος εμπνευστής και ψυχή των εκδόσεων «Ακρίτας» και γλυκύτατος παππούς σήμερα. Το έπαιζε όταν ήταν μικρός, στην πατρίδα του τη Χίο. Γέμιζαν μία μεγάλη κούπα με μαλακό σιμιγδαλένιο χαλβά, που τον πατίκωναν καλά. Μετά, γύριζαν την κούπα ανάποδα μέσα σε μια πιατέλα, για να βγει ο χαλβάς όπως τα πυργάκια, που φτιάχνουμε με τα κουβαδάκια μας στην παραλία. Την κορυφή του «χαλβαδένιου πύργου» η μητέρα του την πασπάλιζε με μπόλικη κανέλα ή ζάχαρη άχνη και τοποθετούσε επάνω της ένα δαχτυλίδι. Τα παιδιά προσπαθούσαν με τη σειρά να φάνε λίγο λίγο το χαλβά με τα κουτάλια τους, χωρίς να γκρεμιστεί ο πύργος και να πέσει το δαχτυλίδι. Όποιος προκαλούσε την… κατάρρευσή του, έπρεπε να σκύψει πάνω από την πιατέλα και να πιάσει με τα δόντια του το δαχτυλίδι. Φυσικά ήταν απίθανο να μην πασαλειφτεί!
Μάθετε ότι:
• Ο φημισμένος περιηγητής και συγγραφέας Εβλιγιά Τσελεμπή αποκαλούσε το χαλβά «τροφή των ψυχών»!
• Η πρώτη επίσημη θεατρική εμφάνιση του Αλέκου Σακελλάριου, αγαπημένου θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη, έγινε με το έργο «Ο βασιλιάς του χαλβά»! Ήταν μια μουσική ηθογραφία, που ανέβασε στο θέατρο Κοτοπούλη, σε συνεργασία με το Μήτσο Βασιλειάδη.
• «Ο Σιμιγδαλένιος» του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου είναι ένα πολύ γλυκό παραμύθι (εκδόσεις «Εστία»), που αγαπήθηκε ιδιαίτερα και στη θεατρική του εκδοχή. Μια περήφανη και ακατάδεκτη βασιλοπούλα πλάθει μόνη της τον άντρα που θα παντρευτεί, από ζάχαρη, αμύγδαλα και σιμιγδάλι. Η ευτυχία τους όμως δεν κρατάει για πολύ. Μια άλλη βασιλοπούλα της κλέβει το Σιμιγδαλένιο με δόλιο τρόπο! Του δίνει μάλιστα να πιει και το ποτό της λησμονιάς για να ξεχάσει την πρώτη του αγάπη. Αλλά αυτή κινεί γη και ουρανό για να τον βρει και…η συνέχεια στο βιβλίο!
• Μία παροιμία, σε πνεύμα αποκριάτικο, μας λέει για κάποιον καταφερτζή ότι: «Πότε με τα καρύδια του, πότε με το χαλβά του, την έφερε την καλογριά εις τα θελήματά του!»
• Στο…χαλβαδολεξικό μας βρήκαμε ότι «νισεστές» είναι το αμυλάλευρο, «νταβάς» ή «ταβάς» είναι το μεγάλο, στρογγυλό και ρηχό ταψί και «ταχίνι» είναι το αλεσμένο σουσάμι.
Και τώρα παραμύθι!
Η Χαλβαδένια
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα αντρόγυνο που δεν είχε παιδιά κι ο καημός του ήταν μεγάλος. Ο άντρας που ήταν ζαχαροπλάστης, έβλεπε πόσο στενοχωριόταν η γυναίκα του και καιγόταν η καρδιά του. Για να την παρηγορήσει, πήρε ένα κομμάτι από τη ζύμη που έφτιαχνε το χαλβά και έπλασε ένα κοριτσάκι όμορφο σαν κούκλα και γλυκό σαν το μέλι. Το πήρε όλο χαρά η γυναίκα του και το κάθισε στο λιακωτό του σπιτιού.
Λίγο αργότερα πέρασε από εκεί το βασιλόπουλο. Είδε τη Χαλβαδένια και του άρεσε πολύ. Πήγε αμέσως στον πατέρα του το βασιλιά και του είπε:
– «Πατέρα, αγάπησα την κόρη του ζαχαροπλάστη και θέλω να την πάρω γυναίκα μου».
– «Μα ο ζαχαροπλάστης δεν έχει κόρη, γιε μου», του είπε ξαφνιασμένος ο βασιλιάς. «Κι έπειτα δεν ταιριάζει εσύ, ένα βασιλόπουλο, να παντρευτείς κοπέλα που δεν είναι της σειράς σου».
– «Πως δεν έχει! Την είδα σήμερα που καθόταν στο λιακωτό του σπιτιού της και δε θα ησυχάσω αν δεν την κάνω ταίρι μου», επέμεινε το βασιλόπουλο κι έπεσε άρρωστο.
Τι να κάνει ο βασιλιάς, έστειλε προξενητάδες να ζητήσουν τη Χαλβαδένια σε γάμο. Τα ’χασε ο ζαχαροπλάστης! Τους εξήγησε ότι το κορίτσι που είδε το βασιλόπουλο να κάθεται στο λιακωτό, είναι άψυχο, φτιαγμένο από χαλβά. Επέστρεψαν οι προξενητάδες στο παλάτι και είπαν στο βασιλόπουλο πως είχαν τα πράγματα. Αλλά εκείνο ήταν ανένδοτο.
– «Δεν πειράζει, εγώ τη θέλω κι ας είναι από χαλβά!», επέμενε.
Τι να κάνει ο βασιλιάς, έστειλε ξανά τους προξενητάδες στο σπίτι του ζαχαροπλάστη, μαζί με μια άσπρη φοράδα, στολισμένη με χρυσή σέλα και χαλινάρια για τη νύφη. Τους είδε ο ζαχαροπλάστης και δεν ήξερε τι να πιστέψει.
– «Δώσε την, άντρα μου, τη Χαλβαδένια μας γυναίκα στο βασιλόπουλο. Μη σταθείς εμπόδιο στην καλή τύχη του παιδιού μας», του είπε η γυναίκα του.
Έτσι οι προξενητάδες πήραν τη νύφη από το λιακωτό μαζί με την ευχή των γονιών της, την ανέβασαν στη φοράδα και τράβηξαν για το παλάτι. Αλλά καθώς διέσχιζαν το κοντινό ποτάμι, η φοράδα χλιμίντρισε κι άρχισε να μιλάει μ’ ανθρώπινη φωνή:
– «Χαλβαδένια, πιες νερό.
Το νεράκι είν’ η ψυχή σου,
η ανάσα κι η ζωή σου.
Τα χειλάκια σου σα βρέξεις,
στη στιγμή θα ζωντανέψεις!».
Έπειτα, ορθώθηκε στα πισινά της πόδια κι η Χαλβαδένια γλίστρησε, έπεσε στο νερό και ζωντάνεψε! Μόνο που δεν έβγαζε μιλιά από το στόμα της. Οι προξενητάδες τη βοήθησαν να ανέβει πάλι στη φοράδα και συνέχισαν το δρόμο τους. Την άλλη κιόλας μέρα έγινε ο γάμος της με το βασιλόπουλο κι όλοι ήταν χαρούμενοι. Μόνο ο βασιλιάς είχε ακόμη τις αμφιβολίες του για το αν η νύφη ήταν κατάλληλη για το γιο του.
Το βασιλόπουλο είχε προσέξει πως η γυναίκα του δε μιλούσε, αλλά δεν ανησύχησε. «Θα είναι ντροπαλή και περιμένει να φύγει ο κόσμος, για να μου μιλήσει ιδιαιτέρως», σκεφτόταν. Αλλά η Χαλβαδένια δε μίλησε αργότερα ούτε σ’ εκείνον, ούτε σε κανέναν άλλο στο παλάτι. Μόνο όταν ήταν ολομόναχη, μιλούσε με τα άψυχα:
– «Έλα, άναψε φωτίτσα μου,
να βράσω τη σουπίτσα μου»,
έλεγε της φωτιάς κι εκείνη αμέσως φούντωνε. Πρόσταζε τη χύτρα να γεμίσει νερό από τη βρύση και ν’ ανέβει στην πυροστιά και το κρέας να μπει στη χύτρα για να ψηθεί κι όλα υπάκουαν στα λόγια της. Μόλις όμως ερχόταν το βασιλόπουλο, η Χαλβαδένια βουβαινόταν.
Στην αρχή το βασιλόπουλο προσπαθούσε να τη δικαιολογήσει. Την αγαπούσε γιατί ήταν όμορφη σαν κούκλα, γλυκιά σαν το μέλι, καλόκαρδη και σεμνή και τον φρόντιζε πολύ. Κι όταν του έψηνε καφέ, βουτούσε το δαχτυλάκι της στο μπρίκι κι ο καφές γινόταν γλυκός, χωρίς να βάλει σταλιά ζάχαρη! Καθώς όμως περνούσε ο καιρός, άρχισε να βαριέται τη ζωή με μια γυναίκα που δεν του έλεγε λέξη. Που να ήξερε ότι η καημένη η Χαλβαδένια δε μιλούσε, επειδή ήταν δεμένη με τα μάγια του νερού που τη ζωντάνεψε! Με τα πολλά πείστηκε από τον πατέρα του να τη στείλει πίσω στους γονείς της.
Σύντομα ο βασιλιάς αρραβώνιασε το γιο του με μια αρχοντοπούλα που δεν έβαζε γλώσσα μέσα της και που το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις αρραβωνιάστηκε, ήταν να πάει με τις παραμάνες της να επισκεφθεί τη Χαλβαδένια. Ήθελε να της δείξει πόσο καλά ήξερε να γνέθει, για να τη ντροπιάσει. Μόλις έφτασαν στο σπίτι του ζαχαροπλάστη, η Χαλβαδένια τις υποδέχτηκε ευγενικά, αλλά αμίλητη όπως πάντα. Κάθισαν όλες μαζί στην κάμαρά της και άρχισαν να γνέθουν, ενώ η αρχοντοπούλα σχολίαζε υποτιμητικά ό,τι έβλεπε γύρω της. Ξαφνικά, η Χαλβαδένια είπε:
– «Τρεχάτε και μας ήρθανε τρανοί μουσαφιρέοι.
Κόπιασε, τραπεζάκι μου, γλυκά, σερβιριστείτε
Κι εσείς ποτήρια, πιατικά, στο δίσκο αραδιαστείτε!».
Αμέσως παρουσιάστηκε ένα τραπεζάκι γεμάτο γλυκά και ποτά και στάθηκε μπροστά τους, περιμένοντας να σερβιριστούν. Οι επισκέπτριες έφαγαν και ήπιαν έκπληκτες και ξανάρχισαν το γνέσιμο. Εκεί που η Χαλβαδένια έγνεθε σιωπηλή, της κόπηκε το νήμα. Έβαλε το χέρι της στην τσέπη της ποδιάς της, έβγαλε ένα μαχαιράκι και κριτς κρατς έκοψε την άκρη της μύτης της, έτριψε με αυτήν το νήμα και το κόλλησε. Έπειτα ξανάβαλε την άκρη της μύτης της στη θέση της σα να μην έτρεχε τίποτα, γιατί -μην ξεχνάτε- ήταν φτιαγμένη από χαλβά!
Η αρχοντοπούλα κοκκίνισε από το κακό της κι έβαλε με το νου της να παραβγεί στην κόρη του ζαχαροπλάστη. Γύρισε στο παλάτι και προσπάθησε να κάνει ό,τι ακριβώς έκανε η Χαλβαδένια. Αλλά ούτε το τραπεζάκι, ούτε τα γλυκά και τα ποτά κουνήθηκαν από τη θέση τους. Και το κυριότερο, όταν έκοψε τη μύτη της για να κολλήσει το νήμα, την πήραν τα αίματα και φυσικά δεν μπόρεσε να την ξαναβάλει στη θέση της. Άρχισε να κλαίει και το βασιλόπουλο έτρεξε κοντά της και τη ρώτησε τι συνέβη. Εκείνη του εξήγησε, ρίχνοντας όλο το φταίξιμο στη Χαλβαδένια. Αλλά ήταν ήδη αργά. Το βασιλόπουλο αποφάσισε ότι δεν του άξιζε να παντρευτεί μια γυναίκα τόσο επιπόλαιη και ο βασιλιάς συμφώνησε μαζί του. Αλλά για να μην αρχίσει να σκέφτεται πάλι τη Χαλβαδένια, τον αρραβώνιασε αμέσως με μια άλλη βασιλοπούλα.
Στο γλέντι των αρραβώνων κάλεσαν και τη Χαλβαδένια. Αλλά η καινούργια νύφη έβαλε κρυφά τόσο πιπέρι στο πιάτο της, που μόλις που δοκίμασε το φαγητό. Τότε η βασιλοπούλα της είπε με κακία:
– «Του λόγου σου είσαι τόσο καλομαθημένη που δε σ’ αρέσει το φαγητό μας;».
– «Τρία χρόνια ήμουν γυναίκα του βασιλόπουλου και σεβόμουν τον άντρα μου και τους καλεσμένους του. Κι εσύ που είσαι ακόμη αστεφάνωτη, μιλάς με τέτοια αυθάδεια», είπε ξαφνικά η Χαλβαδένια μην αντέχοντας την προσβολή. Όλοι απόρησαν και πρώτο το βασιλόπουλο που αναρωτιόταν μήπως έφταιγε εκείνο που η πρώην γυναίκα του δεν μιλούσε. Την άλλη μέρα πήγε και τη βρήκε κι άρχισε να την παρακαλεί να του μιλήσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Η Βασιλοπούλα, ωστόσο, αποφάσισε να εκδικηθεί τη Χαλβαδένια, επειδή την ντρόπιασε μπροστά σε τόσο κόσμο. Πήρε τις παραμάνες της και πήγε να της δείξει με ποια έχει να κάνει. Εκείνη τις δέχτηκε αμίλητη, αλλά αφού κάθισαν, ακούστηκε να λέει:
– «Τηγάνι, τηγανάκι μου, ανέβα στη φωτιά.
Τους ξένους πρέπει να φιλέψω,
ψαράκια θα τους μαγειρέψω.
Που είναι το λάδι να έρθει να κάψει, να τσιτσιρίσει
και τα ψαράκια μου να τηγανίσει;
Αμέσως το τηγάνι ξεκρεμάστηκε από τον γάντζο του και πήδηξε πάνω στην πυροστιά και το λάδι χύθηκε στο τηγάνι. Μόλις άρχισε να τσιτσιρίζει, η Χαλβαδένια πλησίασε, έβαλε πρώτα το δεξί της χέρι στο λάδι κι έπειτα το αριστερό και είπε:
– «Πέντε είν’ τα δαχτυλάκια,
πέντε είν’ και τα ψαράκια.
Κι άλλα πέντε κάνουν δέκα.
Δέκα είν’ τα δαχτυλάκια,
Άλλα τόσα είν’ τα ψαράκια».
Μόλις έβγαλε τα χέρια της από το λάδι, το τηγάνι γέμισε ψάρια, δέκα φρεσκότατα μπαρμπούνια! Οι παραμάνες συμφώνησαν πως δεν είχαν φάει νοστιμότερα ψάρια στη ζωή τους. Όταν επέστρεψαν στο παλάτι, η βασιλοπούλα κόντευε να σκάσει από το κακό της. Τις βεβαίωσε πως μπορεί κι εκείνη να κάνει ό,τι έκανε η Χαλβαδένια, αλλά φυσικά τα χέρια της κάηκαν άσχημα όταν τα βούτηξε στο καυτό λάδι. Την άκουσε το βασιλόπουλο που ούρλιαζε από τον πόνο κι έτρεξε κοντά της.
Αφού η βασιλοπούλα του εξήγησε πως για ό,τι έπαθε φταίει η Χαλβαδένια, δεν ήξερε πια τι να υποθέσει. «Πάλι η Χαλβαδένια…μήπως τα κάνει όλα αυτά επειδή με αγαπάει και ζηλεύει;», συλλογιζόταν. Πήγε ξανά στο σπίτι της και τη ρώτησε:
– «Γιατί, γλυκιά μου, την πρώτη μου αρραβωνιαστικιά την έκανες να κόψει τη μύτη της και τη δεύτερη να κάψει τα δάχτυλά της; Μήπως ζηλεύεις επειδή με αγαπάς; Αν ναι, πες το μου κι εγώ σε ξαναπαίρνω αμέσως κοντά μου», της είπε. Αλλά η Χαλβαδένια τον κοίταζε μες στα μάτια και δεν έβγαζε άχνα. Το βασιλόπουλο απελπίστηκε κι αποφάσισε να τη βγάλει εντελώς από το νου του. Χώρισε κι από τη δεύτερη βασιλοπούλα και δεν ήθελε να δει γυναίκα ούτε ζωγραφιστή!
Μια μέρα που η Χαλβαδένια είχε στείλει το μπρίκι και τη χύτρα στη βρύση να φέρουν νερό, έτυχε να πάει και το βασιλόπουλο, για να ποτίσει τ’ άλογό του. Τα πέταλα του αλόγου κροτάλισαν δυνατά πάνω στο πλακόστρωτο κι η χύτρα απ’ την τρομάρα της έπεσε πάνω στο μπρίκι και το γρατσούνισε.
– «Κοίτα τι μου έκανες! Θα το μαρτυρήσω της κυράς μας και θα σε μαλώσει!», φώναξε το μπρίκι.
– «Έννοια σου και δε θα πάθω τίποτα. Άμα πω της Χαλβαδένιας «μα τον παππού σου το νισεστέ, τη γιαγιά σου την άσπρη ζάχαρη και τον πατέρα σου το ζαχαροπλάστη, δεν το ήθελα, τρόμαξα και κατά λάθος έπεσα πάνω στο μπρίκι», θα μιλήσει, μα δε θα με μαλώσει», του απάντησε η χύτρα.
Το βασιλόπουλο άκουσε τι είπαν και τα ακολούθησε. Το μπρίκι πήγαινε μπροστά γκρινιάζοντας και η χύτρα χοροπηδούσε πίσω του και το κοροϊδευε. Όταν έφτασαν στο σπίτι του ζαχαροπλάστη, το βασιλόπουλο στάθηκε πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα και περίμενε να δει τι θα γίνει.
– «Αχ, αχ, αχ κυρά μου, η χύτρα έπεσε πάνω μου και με γρατσούνισε!», παραπονέθηκε το μπρίκι.
– «Έλα εδώ χύτρα, γιατί το έκανες αυτό;», είπε αυστηρά η Χαλβαδένια.
– «Μα τον παππού σου το νισεστέ, τη γιαγιά σου την άσπρη ζάχαρη και τον πατέρα σου το ζαχαροπλάστη, δεν το ήθελα, τρόμαξα και κατά λάθος έπεσα πάνω στο μπρίκι», ορκιζόταν η χύτρα.
– «Αν είναι έτσι, δεν μπορώ να σε μαλώσω», απάντησε η Χαλβαδένια.
Το άκουσε το βασιλόπουλο και μονομιάς έσπρωξε την πόρτα, μπήκε μέσα και είπε της Χαλβαδένιας:
– «Μα τον παππού σου το νισεστέ, τη γιαγιά σου την άσπρη ζάχαρη και τον πατέρα σου το ζαχαροπλάστη, πες μου μια λέξη, μίλησε και σε μένα επιτέλους!».
Η Χαλβαδένια ξαφνιάστηκε, αλλά αμέσως του χαμογέλασε και του εξήγησε πως με αυτά του τα λόγια λύθηκαν τα μάγια που την ανάγκαζαν να μένει σιωπηλή. Αγκαλιάστηκαν χαρούμενοι και επέστρεψαν μαζί στο παλάτι. Από εκείνη τη μέρα έζησαν ευτυχισμένοι. Η Χαλβαδένια γλύκαινε τη ζωή του βασιλόπουλου με τις χάρες της και θα του γλύκαινε και τον καφέ βουτώντας στο μπρίκι το δαχτυλάκι της. Όμως το βασιλόπουλο που την αγαπούσε πολύ, δεν την άφηνε να το κάνει, γιατί έπινε πολλούς καφέδες και φοβόταν να μη φυράνει το δαχτυλάκι της!
«Η Χαλβαδένια» είναι διασκευή δική μου, από τη συλλογή παραδοσιακών παραμυθιών της Δανάης Τσουκαλά με τίτλο «Το κορίτσι που έκλαιγε μαργαριτάρια», εκδόσεις Κέδρος, 1962.