Του Νικηφόρου
Ένα αστέρι από βελούδο έχω κοντά μου,
που το ταϊζω ψίχα ψίχα την καρδιά μου.
Το άγγιγμά του με κερνάει φιλιά και χάδια.
Χωρίς το φως του, η ζωή μου είναι άδεια.
Ένα κρινάκι κυανό έχω στη γλάστρα.
Δεν το φυλάνε οι πολέμαρχοι απ’ τα κάστρα,
μόνο η ματιά μου, που αέναα τ’ αγκαλιάζει.
Κι όποτε ανθίζει, τη ζωή μου την αλλάζει.
Ένα τρικάταρτο σκαρί έχω στο μόλο.
Σαν το θωρώ, πως σεργιανώ τον κόσμο όλο!
Κάποτε θα ’ρθει η στιγμή που θα σαλπάρει,
μα είναι αμφίβολο μαζί του αν θα με πάρει.
Ένα φλουρί κωνσταντινάτο έχω στο χέρι,
τόσο πολύτιμο, όσο ο ήλιος και τ’ αγέρι.
Κάθε του αχ πυρακτωμένο είναι αμόνι.
Μα σαν γελάει, στα ουράνια με σηκώνει.
Ό,τι κι αν κάνω, όπου κι αν πάω, όπως ζήσω,
απ’ την ανάσα του ανάσα θα αντλήσω.
Χαρά μου, να ’σαι Νικηφόρος πάντα ελπίζω
κι εγώ στο πλάι σου, βαρκούλα ν’ αρμενίζω.
Αν η μαμά μου…
Αν η μαμά μου ήταν κόκκινο αστέρι,
θα της κεντούσα ολομέταξο μιντέρι,
να θέτει πάνω του κι ήσυχα να κοιμάται,
σκιές και μάγισσες κακές να μη φοβάται.
Αν η μαμά μου είχε κάστρο γρανιτένιο,
θα της μαγείρευα γλυκό σοκολατένιο,
να δοκιμάζει στο ψηλό της μπαλκονάκι,
κάθε φορά που θα πικραίνεται λιγάκι.
Αν η μαμά μου ήταν χάρτης και βιβλίο,
θα φυλλομέτραγα το έλα και τ’ αντίο.
Στην ωμοπλάτη θα το κρέμαγα δισάκι,
θα το γευόμουν και θα το ’πινα νεράκι.
Αν η μαμά μου ζούσε σ’ ένα παραμύθι,
θα ήταν το βότανο ενάντια στη λήθη.
Αυτό που πίνεις και ποτέ δε λησμονιέσαι,
γιατί όπως είσαι, αγαπάς και αγαπιέσαι.
Μα η μαμά μου είναι σούπερ ηρωίδα
που όμοιά της πουθενά εγώ δεν είδα.
Χιλιάδες πράγματα μπορεί και προλαβαίνει,
κι η αγκαλιά της να αντέχω με μαθαίνει.
Η Νεράιδα Υπομονή
Η Υπομονή είναι μια νεράιδα
που όμοιά της δεν ξανάδα.
Δεν ξέρει τι θα πει βιασύνη
και σου μιλάει με καλοσύνη.
Δεν κατοικεί σε ροζ παλάτι,
ούτε ιππεύει άγριο άτι.
Πετάει μ’ ένα πεφταστέρι,
για χάδια μόνο απλώνει χέρι.
Όταν φοβάσαι, όταν θυμώνεις,
ή απ’ το κλάμα βαλαντώνεις,
με μια ματιά της σ’ αγκαλιάζει,
μέλι στον πόνο σου σταλάζει.
Αν η στιγμή σου έχει αγκαθάκια
που σου τσιμπούν τα μαγουλάκια,
εκείνη στέλνει ένα γλάρο
ν’ ανάψει της ελπίδας φάρο.
Η Υπομονή είναι μια νεράιδα
που όμοιά της δεν ξανάδα.
Χαμόγελο έχει για σπίτι
και μια καρδούλα για φεγγίτη.
Μαγιάτικο
Τα πεύκα έκανα σκαλιά, τ’ αηδόνια καλντερίμια
και της ψυχής μου τα φιλιά αργόσυρτα ταξίμια.
Κι έκατσα και ξαπόστασα στα μάτια σου απέξω
και το λαγούτο κούρντισα τραγούδι να σου παίξω.
Μα εσύ έχεις μάνα τη φωτιά, τον άνεμο καρντάση
και το κρασί σου το κερνάς σε μιας νεράιδας τάσι.
Όποιος ρουφήξει μια φορά, χάνει το μυστικό του.
Όποιος ρουφήξει δυο και τρεις, χαρίζει τον εαυτό του.
Έτσι μια νύχτα μέθυσες του Μάη τη Σειρήνα,
του ξέφωτου την αγριελιά, την πετροκαρδερίνα.
Κι η νύχτα βαλαντώθηκε για τη δική σου χάρη
κι αντί σκοτάδι, τίναξε φεγγάρι απ’ το θηκάρι.
Κι έστησε αμάχη φοβερή, πόλεμο δίχως τέλος
με του θανάτου το παιδί, του έρωτα το βέλος.
Όποτε χάνει, φαίνεται δρεπάνι ματωμένο,
μα σαν κερδίζει, ολόγιομο, φλουρί μαλαματένιο.
Κι όπως δεν έχει τίποτα, δεν ζήτησα, δεν πήρα.
Γι’ αυτό όλα μου τα όνειρα γίναν σκουριά κι αλμύρα.
Οι πίνακες είναι της Maria Grazia Luffarelli