Τα δομικά σου υλικά
έχτισαν μάρμαρο καρδιά.
Κανείς δεν την κατάλαβε,
ούτε όταν την μετάλαβε.
Στον άλικό σου συρφετό
ψάχνω Τιτάνα Ιαπετό,
να ορθώσει το ανάστημα,
από τη γη ως το διάστημα.
Στο σήμα σου γονυπετής,
καημός πεντηκονταετής,
νερό καθάριο γεύτηκα
κι έγειρα κι ονειρεύτηκα.
Πως ήρθε ένα ξημέρωμα
σαν τρυφερό ημέρωμα
μιας φιλντισένιας αγκαλιάς.
Γαία μου, Ελλάδα, μη γερνάς.
Στείλε κοχλία επίμονο
ν’ αντισταθεί στ’ αλίμονο.
Φύτεψε δάφνη θαλερή,
να στεφανώσει την πληγή.
Στείλε ελιά, στείλε ουρανό,
να κάνουν πάχνη το λυγμό.
Κι από θεμέλιο στιβαρό
υδρία για τον καθαρμό.
Κι εγώ θα φέρω ένα παιδί
να σκάψει νέα διαφυγή
απ’ της φθοράς το χαλασμό
κι από τον δίσεκτο καιρό.