Είμαι και Καλοκαίρι
Είμαι και βράχος είμαι κι αερικό.
Είμαι και χώμα είμαι και νερό.
Είμαι και καφέ είμαι και κυανό.
Είμαι και ρίζα είμαι και φτερό.
Να μην είμαι ο εαυτός μου δεν μπορώ.
Ελλάδα όπως Ελπίδα
Με κεραυνό συδαύλισα, Ελλάδα, τη φωτιά σου
να ’ρχονται ν’ απαγκιάζουνε οι λύκαινες κοντά σου.
Σε κύκλο να σε βάζουνε, μονάκριβη να σ’ έχουν,
άλλη έννοια να μην τις βαστά, εσένα να προσέχουν.
Στα μάτια σου να βλέπουνε δροσόνερα καθάρια,
άλογα να καλπάζουνε, μ’ άστρα για χαλινάρια,
κρίνα μαβιά, αμύριστα από στοιχειών ρουθούνι,
που δεν τα τσαλαπάτησε του φόβου το τακούνι
κι όλους τους θαλασσαετούς παρέκει φωλιασμένους,
στα κυανά σου βλέφαρα, σφιχτά αγκαλιασμένους.
Μικρή πατρίδα είναι η γη για το δικό σου μπόι.
Ποιοι πόντισαν τη μοίρα σου σε ζόρικο αγώι;
Στυλώσου. Εσένα διάλεξα ν’ απλώσω τη ζωή μου.
Αν με δεχτείς στο πλάι σου, θα ’ναι η μισή δική μου.
Μ’ αν προχωρήσεις μοναχή, ζωή δεν θα μου μείνει,
γιατί κι η υπόλοιπη μισή τ’ ανέμου βιος θα γίνει.
Κέντησε πάλι φυλαχτό, να μου την καρφιτσώσεις
την αύρα σου τη φωτεινή. Δεν θα μου μαραζώσεις!
Κατάθεση
Μία η ραχοκοκαλιά των μονοπατιών,
αναρίθμητες οι περπατησιές τους.
Νόμισα πως η ζωή μου μου ανήκει,
μα είναι αλλότρια ήθη οι πατρίδες σήμερα.
Γονατίζεις μήπως γευτείς δροσιά κι ανάπαυση,
αλλά ακράτητα κι ορμητικά τα νερά
και δεν ποτίζονται τα διψασμένα σου όνειρα.
Μπροστά σου το Αραράτ με τον κατακλυσμό του,
πίσω σου το Όρος των Ελαιών με το σταυρό του.
Κι εσύ φτεροκοπάς σαν πιτσουνάκι ανάμεσα στις Συμπληγάδες,
το δούναι και το λαβείν που κονταροχτυπιούνται αλύπητα.
Ελάχιστα δευτερόλεπτα σε χωρίζουν
από τη σωτηρία ή τη σύνθλιψη.
Κι όμως επιμένεις στο πέταγμα.
Περιπλανιέσαι επικίνδυνα στο πέρασμα.
Ποιος να κατανοήσει τη βαθύτερή σου φύση;
Δεν υπάρχουν πια μυστήρια, όλοι αναζητούν πειστήρια.
Αν είσαι πολύτιμος, είσαι το δίχως άλλο και χειροπιαστός.
Αλλιώς, βορά του πλήθους, κατανάλωση και λύση
της αχαλίνωτης υπεροψίας πριν την πλήξη.
Όμως οι ποιητές ευδοκιμούν στη μοναξιά
κι η αγάπη θέλει περισυλλογή και αφοσίωση.
Η αγάπη δεν είναι για τα πανηγύρια.
Ούτε σκοντάφτει στα τριάκοντα αργύρια.
Δείξε μου
Σ’ άδεια κουτιά οι ίνες της ψυχής μου
Πεινούν για μια τζούρα χαρά
Διψούν για μια μπουκιά πορφυρογέννητη αλήθεια
Εγώ δεν υπήρξα δικολάβος
Κι όμως χρεώθηκα την ευθύνη των ασώτων
Βαδίζοντας με ξάγρυπνα πάντα τα όνειρά μου
Στερήθηκα τον πλανήτη της παιδικής ηλικίας
Αμέτρητοι αδιέξοδοι μήνες η ταυτότητά μου
Του συρμού και της άγονης ελπίδας προσωπογράφοι
Τι μου ζητάτε;
Τα ρούχα μου προσφέρουν άσυλο στη φρέσκια αιθαλομίχλη
Της τιμημένης επανάστασής σας το παράγωγο
Στην Κλαυθμόνος τα περιστέρια ξεκουρδίζονται
Απεργία πείνας ή υπερωρίες στην απόγνωση;
Στρώσε το μπαϊράκι σου να κολατσίσουμε, ανέστιε αδερφέ μου
Αν δεν υπήρχες, θα έπαιρνα τη θέση σου
Πριν από σένα οι παππούδες μου την είχαν
Προσφυγιά σεσημασμένη, όχι παραμύθια
Παίξανε πόλεμο, ρίζα με ρίζα, έτσι ήταν μαθημένοι
Πότε νίκη, πότε ήττα στο αλώνι
Μα πάντοτε με τη μεριά του αδικημένου
Μ’ ακροδάχτυλα που έκαναν την ελιά να μεστώνει
Το θυμάρι να εκρήγνυται και το αμπέλι να λιγώνεται
Χρόνια κακοτράχαλα
Σήμερα αστερίσκοι στο διαδίκτυο
Για γραφικούς ιεραπόστολους του λυρισμού
Κι ασπρόμαυρες ρετρό ιστοσελίδες
Αλλά εσύ, που βρίσκεσαι, ομογάλακτέ μου;
Κάποτε μ’ εγκατέλειψες αυτάρεσκα
Για να παραστείς σ’ ένα απολιθωμένο δικαστήριο
Ήταν επείγουσα, μου είπες, η κατάσταση
Δεν σήκωνε αναβολή, μόνο θυσίες
Παράξενη η αγάπη σου
Λες και τρέφεται όταν καταστρέφεται
Επίτρεψέ μου, ωστόσο, να θλίβομαι μ’ αμετροέπεια
Γιατί η κλέφτρα ηχώ των συνθημάτων
Σ’ απέκλεισε από το ταπεινό μου μέλλον
Και δείξε μου το πρόσωπό σου επιτέλους
Ποιος θα μου ξεμάθει την ανάγκη σου;
Τελειώνουν οι χρόνοι και με ξεθεώνουν
Δείξε μου το πρόσωπό σου επιτέλους
Κλωθογυρίζοντας
Και πάλι θα χωριστούμε μπροστά στις τράπεζες και στα συμφέροντα.
Και πάλι θα ενωθούμε σ’ ένα γάμο, σε μια κηδεία, σε μια θεομηνία.
Γιατί στης πραγματικής ζωής τ’ απρόβλεπτα αρχεία
δεν διοικεί καμιά ανθρώπινη εξουσία.
Στον κύκλο των παραζαλισμένων ευρωπαϊκών μας αστεριών
ακόμη κι αν κατακρημνισθεί το δικό μας πεφταστέρι,
δεν θα είναι επειδή σκιάχτηκε από των Δυνατών τ’ ασκέρι,
αλλά ίσως επειδή ήρθε η στιγμή μια δίκαιη ευχή να εκπληρωθεί:
Αύριο να ξημερώσει μια άλλη εποχή.
Αποτύπωμα
Επειδή οι γονείς έμειναν ορφανοί
από παιδιά κι από συμπόνια
Επειδή οι αγαπημένοι αποποιήθηκαν
την ωραιότητα της χαράς και το απόγειο των τέρψεων
Επειδή οι μέρες γέμισαν ψίχουλα οργής
και σπόρους ναρκισσευομένων ειδήσεων
Επειδή οι νύχτες ασπάστηκαν κλάματα
βραχυκυκλωμένων εκρηκτικών μηχανισμών
Επειδή τα μονοπάτια αλώθηκαν
από βήματα αποδιοπομπαίων στρατηλατών
Επειδή οι θάλασσες καταγέρασαν
κι αρνήθηκαν τον προορισμό τους
Επειδή τα μάτια των ιδεών εγχειρίστηκαν
για να δείχνουν απο-τρόπαια δυτικά
Επειδή οι δαχτυλιές των νηπίων στους καθρέφτες
εξαφανίστηκαν χάρη στα παντοδύναμα εκκαθαριστικά
Επειδή κι εσύ μονάχα το εγώ το κατακόρυφο
κατάφερες με αγώνα ζηλωτή να θερίσεις
Επειδή, τέλος, τα καθημερινά όνειρα έχουν εξορισθεί
κι απέμεινε γράμμα ημιτελές η πατριδογνωσία
Ήρθε η ώρα να γεννηθούν οι τρυφερές ρομφαίες
του θέρους που το καλούν και αναγέννηση
τα νευρικά συστήματα των κοιμισμένων ηφαιστείων
και τ’ απονενοημένα διαβήματα των μυθικών στοιχείων
Μήνυμα
Εσείς κόβετε ράβετε με υποδιαιρέσεις νομισμάτων.
Εγώ φορώ κατάστηθα την ουτοπία των οραμάτων.
Εσείς με μορφασμούς βλέπετε μόνο και θυμούς.
Εγώ με μάτια από ανθούς κι από βυθούς.
Αν με ρωτάτε τι θ’ αφήσω στα παιδιά μου,
θα πω: ό,τι έλαβα κι εγώ απ’ τα γονικά μου.
Χίλιες φορές με την Τρελή του Φεγγαριού να ξεστρατίσω,
παρά στους Άρχοντες του Σκότους να λυγίσω.
Μην συνωστίζεστε, γνωστοί και άγνωστοί μου Εφιάλτες.
Δεν με τρομάζετε: φτερά θα βγάλω και θα πάω με τους Αντάρτες.