Ήμουν 12 χρόνων. Ο μπαμπάς μου ναυτικός, πρώτος μηχανικός σε πλοία φορτηγά, τις περισσότερες φορές ήταν απών τις γιορτές από το σπίτι μας. Εκείνα τα Χριστούγεννα μιλήσαμε αργά, δυο ώρες μετά τα μεσάνυχτα, μέσω ασυρμάτου. Ήταν σωστή ιεροτελεστία ετούτα τα τηλεφωνήματα. Στηνόμασταν δίπλα στο τηλέφωνο φορώντας τα καλά μας και περιμέναμε να χτυπήσει και να μας συνδέσει ο ασυρματιστής με την αγαπημένη φωνή. Μια φράση έλεγε ο μπαμπάς, μετά «όβερ», μετά η χαρακτηριστική παύση. Κατόπιν μιλούσαμε εμείς. Μια φράση, «όβερ», πάλι η παύση. Και πάει λέγοντας. Διάλογος δεν μπορούσε να γίνει άνετα και χαλαρά. Ήταν όπως όταν λέγαμε το ποίημα μας σε κάτι βαρετές εορταστικές εκδηλώσεις στο σχολείο. Ο καθένας το δικό του, με την προκαθορισμένη σειρά. Ζήτημα να κρατούσε πέντε λεπτά το τηλεφώνημα. Γιατί περίμεναν ουρά, χρονιάρες μέρες, κι οι άλλοι συνάδελφοί του να μιλήσουν με τις οικογένειές τους. Οπότε, περιοριζόμασταν στα απολύτως απαραίτητα. Άλλωστε, τί μυστικά να εξομολογηθείς, όταν ξέρεις ότι σε ακούνε τα σαράντα κύματα και όλοι οι άνεμοι; «Χρόνια Πολλά, όβερ». «Πότε θα έρθεις, μπαμπά;». «Θα περάσει ο καιρός…Να είστε φρόνιμοι και να ακούτε τη μαμά, όβερ». «Πήρα δεκάρια σε όλα, μπαμπά!». «Μπράβο, κι εις ανώτερα! Και του χρόνου σπίτι μας, όλοι μαζί κι αγαπημένοι, όβερ». «Καλές θάλασσες να έχεις, μπαμπά…».
Αλλά εκείνα τα Χριστούγεννα συνέβη το αναπάντεχο. Για μία και μοναδική φορά στα 25 χρόνια που ο πατέρας μου ταξίδευε (όπως αποδείχτηκε στην πορεία), το πλοίο του θα έπιανε στο λιμάνι του Βόλου και μετά θα συνέχιζε για το Μπατούμ.* Αποφασίστηκε να πάει η μαμά μου με το τρένο να τον δει, το επόμενο διήμερο, γιατί θα ξεμπαρκάριζε μετά από 6 μήνες. Εμένα και τον μικρότερο αδερφό μου θα μας άφηνε στη θεία και τον παππού. Έτσι κι έγινε. Να μην σας πω τι αταξίες κάναμε, όσο έλειπε η μαμά. Αθώες, παιδικές σκανταλιές. Ακόμη νιώθει η αφή μου το βαθούλωμα στο στρώμα του παππού από τα χοροπηδητά μας.
Και ξημέρωσε η μέρα της επιστροφής της μαμάς. Μαζί της θα έφερνε και τα δώρα του Αϊ Βασίλη, τα δώρα δηλαδή που μας είχε πάρει ο μπαμπάς από τα λιμάνια της Αμερικής. Εκεί είχε πιάσει το πλοίο του, πριν επιστρέψει στη Μεσόγειο και συναπαντηθεί με τ’ αστραφτερά νερά του Αιγαίου, διασχίζοντας για πολλοστή φορά τον Ατλαντικό.
Γράφω αυτές τις γραμμές και τα μάτια μου νοτίζονται. Ένα αχ ξεπορτίζει από το νοσταλγικό μου χαμόγελο, καθώς οι αναμνήσεις μεταμορφώνονται σε πιτσιρίκια αναμαλλιάρικα, ντυμένα με τις πιτσιλωτές τους πιτζαμούλες και με τραβολογούν απ’ το μπατζάκι…Θυμάμαι πόσο νευρική και ανυπόμονη ένιωθα εκείνες τις ώρες που ήξερα ότι η μαμά επιστρέφει από το Βόλο, με τα φιλιά και τα δώρα του μπαμπά μου. Θυμάμαι ότι δεν έφαγα σχεδόν τίποτα όλη μέρα, ότι δεν ήξερα τι μου φταίει κι ότι συνεχώς μουτζούρωνα χαρτιά με στιχάκια και παράξενα σχέδια με πρόσωπα προφίλ, καράβια, γλάρους και ιερογλυφικά. Σαν κάτι να περίμενα, γιατί, αφού το ήθελα τόσο πολύ και τόσο απόλυτα, δεν έμελλε παρά να συμβεί. Και την ίδια στιγμή, σαν να προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν έπρεπε να το περιμένω, δεν είχα αυτό το δικαίωμα. Γιατί, λογικά, ήταν αδύνατο να συμβεί.
Εκείνες οι ώρες της αναμονής μου φάνηκαν ατέλειωτες. Τις πέρασα βιώνοντας την απόλυτη μοναξιά. Λες και είχα ανασηκώσει την αόρατη καταπακτή του εαυτού μου και είχα χωθεί μέσα στα βαθύτερα λαγούμια του. Δεν μιλιόμουν, δεν ακουγόμουν. Μόνο αισθανόμουν. Την αναμονή να κεντάει σταυροβελονιά σε κάθε μύχια σκέψη μου όλα τα πλεούμενα του κόσμου: από τριήρεις και ιστιοφόρα μέχρι ποταμόπλοια και παγοθραυστικά και από σκούνες και γαλέρες μέχρι υποβρύχια και υπερωκεάνια. Κάθε απουσία του μπαμπά μου, από τότε που συνειδητοποίησα την ταυτότητά μου, στριμωχνόταν τελετουργικά, σαν ένας ακόμη περίτεχνος ναυτικός κόμπος, στο περιδέραιο της παιδικής μου ηλικίας. Αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα στο θυμό και στον πόνο, στη λύπη και στην ενοχή, στην περηφάνια και στην απογοήτευση, στη στωικότητα και στην ανυπομονησία, στην εκλογίκευση και στον παρορμητισμό, στην άγουρη παιδικότητα και στην ενήλικη ωριμότητα. Και δεν μπορούσα να ησυχάσω.
Το ρολόι του παππού, ένα εκκρεμές «αντίκα» με κούκο, σήμαινε τις ώρες αργά και βασανιστικά. Μας είχαν βάλει με τον αδερφό μου να κοιμηθούμε στο διπλό κρεβάτι του παππού και της γιαγιάς, που είχε μαραζώσει αχρησιμοποίητο, γιατί από το ζευγάρι των κατόχων του η μία ψυχή είχε ανέβει στ’ αγγελούδια. Αλλά που να μας κολλήσει ύπνος. Περιμέναμε τη μαμά. Περιμέναμε και τον Αϊ Βασίλη. Αλλά πιο πολύ περιμέναμε κάποιον άλλον, όσο κι αν ξέραμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει το χατίρι μας, να πραγματοποιηθεί η καλύτερη ευχή μας και να ’ρθει.
Ώσπου ακούσαμε βήματα στις σκάλες, την εξώπορτα να τρίζει, χαρούμενες φωνές, αγκαλιές στο κεφαλόσκαλο. Ένα λεπτό! Φωνές, είπα. Του παππού, της θείας, της μαμάς, που με το που μπήκε γέμισε ενέργεια και φως το σπίτι. Και μια ακόμη φωνή. Μπάσα και κυματιστή. Ναι, πιστέψτε το. Εκείνα τα Χριστούγεννα, ο Αϊ Βασίλης μου έφερε δώρο τον μπαμπά μου! Δεν άντεξε να πιάσει για ανεφοδιασμό στο Βόλο και μετά να ξαναμπεί στο καράβι που το λέγανε «Μαρίτσα» και να συνεχίσει για τη μακρινή Κολχίδα, χωρίς να μας δει. Δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αντέξει. Και δεν υπήρχε περίπτωση να πιστέψουμε κι εμείς ότι θ’ αντέξει. Όβερ.
Υ.Γ.: Τα Χριστούγεννα στολίζω πάντα ένα δέντρο κι ένα καράβι. Έτσι προτείνει και η παράδοσή μας, άλλωστε. Για μένα η εορταστική περίοδος αρχίζει επισήμως από τις 6 Δεκέμβρη, του Αγίου Νικολάου, προστάτη των ναυτικών και τελειώνει στις 6 Γενάρη, των Θεοφανείων, με τον αγιασμό των υδάτων.
* Το Μπατούμ (ή Βατούμ) βρίσκεται στη Γεωργία και είναι το σημαντικότερο λιμάνι της. Εικάζεται ότι πρόκειται για τη μυθική Κολχίδα των Αργοναυτών, ενώ υπήρξε σημαντική κοιτίδα ζωής, δημιουργίας και πολιτισμού των Ελλήνων του Πόντου.