Επεισόδιο 1ο: Μυστήριο με…αφετηρία το Παρίσι
Καθώς το ξημέρωμα απλώθηκε στον ορίζοντα «βάφοντάς» τον πορτοκαλί, ο Πύργος του Άιφελ έδειχνε πολύ κομψός με τον κάτασπρο σκούφο του από αφράτο χιόνι. Δυο σκιές κουκουλωμένες από την κορφή ως τα νύχια, κατευθύνονταν βιαστικά προς το σταθμό του τρένου, ενώ ένας ρυθμικός ήχος…τακ τακ τακ, που όλο και δυνάμωνε, τραυμάτισε τη σιγαλιά στο ακόμη νυσταγμένο Παρίσι.
– «Ο μον ντιέ*, πάψε επιτέλους! Θα τους ξυπνήσουμε όλους!», ακούστηκε να λέει η μια σκιά, αυτή με το λουλουδάτο κασκόλ και τα ασορτί γάντια και σκούφο, στην άλλη.
– «Τι μον ντιε και μον ντιε, βρε Βαγγελίτσα! Εγώ φταίω που τρίζουν τα δόντια μου, ή αυτή η…κατεψυγμένη πόλη που με κουβάλησες στα καλά καθούμενα;», απάντησε η άλλη σκιά με το μαυρόασπρο σαν σκακιέρα τζάκετ.
– «Σε λίγα λεπτά θα επιβιβαστούμε στο Οριάν Εξπρές. Τι ήθελα και σε πήρα μαζί μου, Υπναρίδη; Ή θα τρως, ή θα κοιμάσαι, ή θα τουρτουρίζεις και προπαντός θα με συγχύζεις!», απάντησε η Βαγγελίτσα με φωνή όλο και πιο τσιριχτή.
– «Ουί μαντεμουαζέλ*, αλλά χωρίς Κωστάκη δε λύνεται το μυστηριάκι! Ζε σουί* και ο πρώτος ντεντέκτιβ, νες πα;*», ήρθε…τριζάτη η απάντηση από τα βάθη της τεράστιας χνουδωτής κουκούλας.
– «Α πα πα πα πα, δεν υποφέρεσαι πια! Ορίστε, φτάσαμε. Και σήκωσε λίγο την κουκούλα να βλέπεις μπροστά σου, θα γκρεμοτσακιστείς στα σκαλάκια! Μην ψάχνεις για τα εισιτήρια, τα έχω εγώ: βουαλά, είμαστε στο βαγόνι 4, διαμέρισμα 2».
Δεν ήταν η πρώτη φορά που η ακούραστη ρεπόρτερ Βαγγελίτσα Ανησυχίδου και ο επεισοδιακός βοηθός της Κωστάκης Υπναρίδης ταξίδευαν μαζί. Η συγκεκριμένη αποστολή, ωστόσο, είχε μια ιδιαιτερότητα: έπρεπε να επιβιβαστούν στο φημισμένο Οριάν Εξπρές, το πολυτελέστερο τρένο της Ευρώπης που μπήκε για πρώτη φορά στην κυκλοφορία το 1883 και να ταξιδέψουν μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Επιφανείς προσωπικότητες, καλλιτέχνες, επιστήμονες, έμποροι και γενικά διάφοροι τύποι με παραφουσκωμένο πορτοφόλι και ιδιαίτερα ακριβά γούστα το προτιμούσαν για τις μετακινήσεις τους. Ίσως αν έκαναν μαζί τους την ίδια διαδρομή, να ανακάλυπταν:
α) ποιο ήταν το πολύτιμο αντικείμενο που είχε κλαπεί την προηγούμενη νύχτα από το βαγκόν ρεστοράν* με μυστηριώδη τρόπο,
β) γιατί η μη μου άπτου κόμισα Ροζελάι άρχισε, αμέσως μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός, να υποφέρει από βαριά μελαγχολία και
γ) πως ήταν δυνατόν ο χοντρομπαλάς αλλά αξιοσέβαστος σύζυγός της, Κάρλος Καταβρέχτον, να κυκλοφορεί μονίμως μ’ ένα ύφος πέρα βρέχει.
– «Κωστάκη, φέρνεις το χάρτη από το σακίδιό μου; Κωστάκηηη! Μα καλά, ακόμη δεν επιβιβαστήκαμε και το ’ριξες στον ύπνο; Πότε θα οργανωθούμε;», αγανάκτησε η Βαγγελίτσα.
– «Χρρρ…φστ, χρρρ…φστ. Λίγο πουρέ ακόμη, γκραν σεφ*. Κι αυτή τη ζουμερή ροδοκόκκινη μπριζολίτσα, σιλ βου πλε*. Μμμ…μούρλια, τρε μπουν*!».
– «Τρε…μπουνμπούν είσαι και φαίνεσαι! Ξύπνα, επιτέλους, που και κοιμισμένος ξερογλείφεσαι! Έχουμε και δουλειές!», φώναξε η Βαγγελίτσα.
– «Τι, ποιος, που; Θα φάμε και αλλού;», πετάχτηκε αλαφιασμένος ο Κωστάκης και…ζντουπ, έπεσε από το καναπεδάκι όπου είχε ξαπλώσει φαρδύς πλατύς. Πως τα κατάφερε και μπουρδουκλώθηκε σ’ αυτό το χρυσοκέντητο κουβερλί;
Η Βαγγελίτσα του έριξε μια δολοφονική ματιά και δεν μπήκε στον κόπο να του απαντήσει. Είχε ήδη ξεδιπλώσει το χάρτη και σημείωνε τις πόλεις απ’ όπου θα περνούσε το Οριάν Εξπρές, αναχωρώντας από το Παρίσι με προορισμό την Κωνσταντινούπολη: Στρασβούργο, Μόναχο, Βιέννη, Βουδαπέστη, Βουκουρέστι. Μια γλυκιά μελωδία χάιδευε τ’ αυτιά της εδώ και μερικά λεπτά. Παραξενεμένη, ξέχασε για μια στιγμή τον αδιόρθωτο Υπναρίδη, άνοιξε την πόρτα του βαγονιού τους και βγήκε στο διάδρομο. Ένας καμαριέρης με κόκκινο φράκο και μαύρο βελούδινο παπιγιόν περνούσε βιαστικός, με μια δωδεκάδα φρεσκοπλυμένα σεντόνια στα χέρια.
– «Παρντόν, μεσιέ*, από πού έρχεται αυτή η μουσική;», τον ρώτησε διστακτικά.
– «Η ορχήστρα μας, μαντεμουαζέλ, κάνει πρόβα. Ελπίζουμε αυτό να μην ενοχλεί τους κυρίους κυρίους επιβάτες. Περάστε στο σαλόνι για ένα απεριτίφ*, να την απολαύσετε. Είναι από τις καλύτερες της Ευρώπης. Παρακαλείσθε, μόνο, να προσέλθετε με επίσημο ένδυμα και εσείς και ο συνοδός σας. Οι κανόνες του σαβουάρ βιβρ*, βλέπετε, τηρούνται αυστηρά στην αμαξοστοιχία μας», της απάντησε εκείνος και υποκλίθηκε ευγενικά.
Η Βαγγελίτσα επέστρεψε στο βαγόνι εντυπωσιασμένη. Δεν είχε ξαναδεί τρένο σαν το Οριάν Εξπρές. Τέτοια χλιδή, τέτοια πολυτέλεια, ήταν σίγουρα αντάξια πριγκίπων και βασιλιάδων! Θυμήθηκε πως πριν από καιρό είχε διαβάσει ότι ο εμπνευστής του ήταν ένας Βέλγος επιχειρηματίας, ο Ζορζ Ναγκελμάκερς, γεννημένος το 1845. Ο μπαμπάς του ήταν τραπεζίτης και από μικρό τον μεγάλωσε στα πούπουλα. Όταν ο Ζορζ έγινε νεαρός, ετοίμασε μια βαλιτσούλα με τα απαραίτητα, τσέπωσε το γερό χαρτζιλίκι που του έδωσε ο μεσιέ μπαμπάς του και άρχισε να ταξιδεύει για να γνωρίσει τον κόσμο. Αυτό που του έκανε μεγαλύτερη εντύπωση απ’ όλα όσα είδε, ήταν η ταχύτητα και η ευκολία μετακίνησης με το σιδηρόδρομο, από τη μια άκρη της Αμερικής στην άλλη. Δεν άφησε δρομολόγιο που να μην το κάνει! Και δεν ήταν μόνο το τεράστιο και ολοένα επεκτεινόμενο σιδηροδρομικό δίκτυο του Νέου Κόσμου που τον γοήτευσε. Κάποιος επιχειρηματίας ονόματι Τζορτζ Μόρτιμερ Πούλμαν (σας θυμίζει κάτι αυτό το όνομα;) που ταξίδευε συχνά για τις δουλειές του, αποφάσισε να αγοράσει και να «μεταμορφώσει» ένα τρένο σε…κινούμενο ξενοδοχείο: έφτιαξε άνετα πτυσσόμενα καθίσματα που μετατρέπονταν σε κρεβάτια, πρόσθεσε τουαλέτες και νιπτήρες και μετέτρεψε ένα ολόκληρο βαγόνι σε εστιατόριο. Αυτό το τρένο με τις άνετες και πολυτελείς κλινάμαξες, ήταν που ενθουσίασε τον υιό Ναγκελμάκερς. Έτσι, όταν επέστρεψε στην Ευρώπη, έβαλε τα δυνατά του για να πείσει την εύπορη οικογένειά του και τους διστακτικούς συμπατριώτες του να μιμηθούν την ιδέα, κατασκευάζοντας ένα στόλο βαγονιών που θα συνέδεε τις Ευρωπαϊκές πόλεις μεταξύ τους, αλλά και την αναπτυσσόμενη Δύση της γηραιάς ηπείρου με την μυστηριώδη και σαγηνευτική εγγύς Ανατολή. Αυτή ήταν η αρχή της ιστορίας του σιδηρόδρομου στην Ευρώπη και το Οριάν Εξπρές υπήρξε αναμφισβήτητα το πιο εντυπωσιακό της κεφάλαιο…
(συνεχίζεται)