Ο Ηρακλής ήταν, παιδιά,
ήρωας από κούνια!
Τέρατα δεν του γλύτωναν,
μα ούτε και…μαμούνια!
Μωράκι βυζανιάρικο
έπνιξε κάτι φίδια
κι ο αδερφός του ο Ιφικλής
τα χρειάστηκε ο δυστυχής!
Ο Δίας ο πατέρας του
κι η μάνα του η Αλκμήνη
ήταν περήφανοι πολύ
για το μικρούλη Ηρακλή.
Μα η δυστροπία μιας θεάς
του έγινε κακός μπελάς.
Η Ήρα ήταν πεισματάρα,
ζηλιάρα και παραπονιάρα:
συνδυασμός εκρηκτικός
σε χαρακτήρα γυναικός!
Για να εκδικηθεί το Δία,
τον έριξε τον Ηρακλή
στα άγρια θηρία!
Δώδεκα άθλους έκανε
για χάρη του Ευρυσθέα,
του θείου του, μέγα φοβιτσιάρη,
που κρύφτηκε σ’ ένα πιθάρι,
δέρμα σαν είδε από λιοντάρι!
Αλλά ας αφήσουμε τον Ηρακλή
την ιστορία του να μας πει!
ΗΡΑΚΛΗΣ
Ο Ηρακλής είμαι ο τρανός,
ημίθεος πλέον ξακουστός!
Από παιδάκι μ’ άρεσαν
τ’ αθλητικά αγωνίσματα,
τη βάση όμως δεν έπιανα
στα άλλα διαγωνίσματα.
Μια μέρα που ο δάσκαλος
μ’ έβαλε τιμωρία,
μία καρέκλα άρπαξα
κι όσα είναι τα γράμματα,
τόσα του ’κανα ράμματα,
γιατί είμαι από ράτσα
με ρωμαλέα μπράτσα!
Τους δώδεκα άθλους θα σας πω,
όχι για να το παινευτώ,
αλλά για ν’ αποδείξω,
τι καταφέρνει όταν βρεθεί
η θέληση με την πυγμή,
το θάρρος κι η εξυπνάδα
και του κορμιού η σβελτάδα…
Της Νεμέας το λιοντάρι
το ξεπάστρεψα με χάρη.
Πριν αδειάσει η κλεψύδρα,
πάει κι η Λερναία Ύδρα!
Τις Στυμφαλίδες Όρνιθες
τις έκανα κοκκινιστές,
της Άρτεμης τ’ άγριο ελάφι,
παρά λίγο με πιλάφι
και τον Ερυμάνθιο κάπρο
στο φούρνο με κρασάκι άσπρο!
Μετά μ’ έστειλαν αγγαρεία,
στους στάβλους του βασιλιά Αυγεία.
Του ταύρου ήρθε η σειρά,
στην Κρήτη που έκανε ζημιά.
Τ’ ανθρωποφάγα άλογα
δάμασα του Διομήδη.
Πέρασα κι απ’ τις Αμαζόνες,
που είχανε ωραίες ζώνες.
Στο θείο μου έφερα με τα πόδια
Τ’ αφράτα του Γηρυόνη βόδια.
Έπιασα και τον Κέρβερο,
του Άδη το σκυλί το φοβερό!
Κράτησα στους ώμους τον ουρανό
κι απ’ τον Άτλαντα, με πονηριά,
πήρα τα μήλα τα χρυσά!
Αδύνατο να σας τις πω
τις περιπέτειές μου όλες:
θ’ αποκοιμόσασταν εδώ,
γι’ αυτό, χαιρετώ κι αποχωρώ!