Ζούσε κάποτε στις νότιες ακτές της Ίμβρου, κοντά στο ακρωτήρι Συκιά, ένα παλικάρι. Έβοσκε τα πρόβατά του ολομόναχο στις γύρω πλαγιές κα ποτέ δεν είχε κάνει κακό σε κανέναν. Η καρδιά του ήταν γεμάτη αγάπη και αθωότητα. Γράμματα δεν ήξερε, παρέες δεν είχε. Που να τις βρει στην ερημιά; Έτσι η ζωή του κυλούσε ήρεμα, γεμάτη ευγνωμοσύνη για τα καλά που του χάριζε ο Θεός. Βρέθηκαν, όμως, κάποιοι, που δεν δίστασαν να κατηγορήσουν το παλικάρι στο Δεσπότη ότι τάχα δεν πίστευε στο Θεό και ότι ζούσε μέσα στην αμαρτία.
Ο Δεσπότης μπήκε στο καράβι και κίνησε να βρει και να γνωρίσει το παλικάρι, για να το βοηθήσε να μπει στο δρόμο της αρετής. Που να φανταστεί ότι όσα του είπαν γι’ αυτό ήταν συκοφαντίες! Όταν το καράβι άραξε στα λημέρια του παλικαριού, ο Δεσπότης μπήκε σε μια βάρκα και κίνησε κατά την ακρογιαλιά. Όταν συναντήθηκε με το παλικάρι, εκείνο έκανε ό,τι μπορούσε για να τον ευχαριστήσει. Του πρόσφερε αγνό γάλα και τυρί απ’ το κοπάδι του κι έσφαξε το καλύτερο αρνάκι του για να του κάνει το τραπέζι. Όταν έφαγαν και χόρτασαν, ο Δεσπότης ρώτησε το παλικάρι αν πηγαίνει στην εκκλησία και αν ακολουθεί τη διδασκαλία του Χριστού.
– Πως να πάω στην εκκλησία, αφού είναι πολύ μακριά από δω και δεν έχω και κανέναν να μου φυλάξει τα πρόβατα;, αποκρίθηκε το παλικάρι.
– Κάνεις, τουλάχιστον την προσευχή σου εδώ που είσαι;, ρώτησε πάλι ο Δεσπότης.
– Δεν ξέρω, Παππούλη μου, καμιά προσευχή. Ποιος να μου τη μάθει, αφού δεν πήγα σχολείο;, είπε το παλικάρι και έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένο.
Τότε ο Δεσπότης αποφάσισε να του μάθει μια απλή προσευχή για να τη λέει από δω και στο εξής. Του έμαθε, λοιπόν, να λέει «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς». Μετά το συμβούλεψε όσο καλύτερα μπορούσε, το αποχαιρέτησε κι επέστρεψε στο καράβι και στη μητρόπολη. Το παλικάρι παρακολουθούσε με θαυμασμό από την ακρογιαλιά το καράβι να σκίζει απαλά τα κύματα και να απομακρύνεται σα δελφίνι. Εκείνη τη στιγμή θέλησε να ξαναπεί την προσευχή που του έμαθε ο Δεσπότης. Αλλά θυμόταν μόνο το «Υπεραγία Θεοτόκε», είχε ξεχάσει το άλλο μισό! Τι να έκανε τώρα που ο Δεσπότης είχε ανοιχτεί στο πέλαγος και δεν μπορούσε να τον ρωτήσει; Ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα που με το αθώο του μυαλό τη θεώρησε απολύτως εφικτή: πήρε το δέρμα του αρνιού που είχε σφάξει για να το φάνε με το Δεσπότη, το άπλωσε πάνω στη θάλασσα κι ανέβηκε όρθιος επάνω του! Τότε το δέρμα άρχισε να τρέχει ολοταχώς προς το καράβι και σε λίγο ήδη το πλησίαζε! Ο Δεσπότης, βλέποντας το παράξενο αυτό θέαμα, άρχισε να σταυροκοπιέται. Όταν το παλικάρι πλησίασε πολύ το καράβι, φώναξε στο Δεσπότη:
- Θύμισέ μου, Παππούλη, τι να λέω στην προσευχή μου!
- Ό,τι θέλεις να λες, παιδί μου, ό,τι θέλεις!, του απάντησε ο Δεσπότης, που είχε καταλάβει ότι είχε να κάνει μ’ έναν άγιο άνθρωπο.
Το παλικάρι έκανε τότε στροφή και άρχισε να επιστρέφει στα κοπάδι του. Στο μεταξύ, όμως, ξέσπασε μια δυνατή μπόρα. Όταν πάτησε το πόδι του στην ακτή, έβρεχε με το τουλούμι! Που να πήγαινε να προφυλαχτεί; Καθώς σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, σα να φωτίστηκε το μυαλό του. Έδωσε μια με τον αγκώνα του σε έναν πελώριο βράχο στην ακρογιαλιά και θαύμα! Ο βράχος άνοιξε στα δύο και μια σπηλιά σχηματίστηκε. Εκεί μέσα μπήκε το παλικάρι με τα πρόβατά του, για να προφυλαχθούν από την καταιγίδα. Από τότε η τοποθεσία αυτή της Ίμβρου λέγεται Άη Γκώνενας.
Από τη Θεματική Ενότητα “Παραδόσεις” του ακυκλοφόρητου ακόμη στο ευρύ κοινό παιδικού διαδραστικού οδηγού γνώσης και ψυχαγωγίας με τίτλο “Φύγαμε για Ίμβρο!”. Οι φωτογραφίες είναι των Δημήτρη Αραμπατζή και Κωνσταντίνου Βάντσου.