Η βούργια είναι μια μάλλινη υφαντή τσάντα που κρατούν στην Κρήτη, μοιάζει με σακίδιο και κρέμεται με κορδόνια από τους ώμους. Τους παλιούς χρόνους, όποτε υπήρχε ανάγκη, χρησίμευε για να κουβαλούν οι άντρες τα πολεμοφόδιά τους. Αλλά πιο συχνά συντρόφευε τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους στον καθημερινό τους μόχθο, καθώς σε αυτήν μετέφεραν τα απαραίτητα, το φαγητό και το κρασί ή το νερό τους. Σήμερα, σε πολλούς κρητικούς γάμους, οι καλεσμένοι βάζουν μέσα σε βούργιες τα δώρα τους προς το ζευγάρι, ή προσφέρονται μικρές βούργιες ως μπομπονιέρες. Η διακόσμηση της βούργιας είναι χαρακτηριστική: μια σειρά από επαναλαμβανόμενα γεωμετρικά μοτίβα σε έντονα χρώματα, που παρά την απλότητά τους υφαίνονται σε αριστοτεχνικούς συνδυασμούς και δημιουργούν ένα εξαιρετικό αισθητικό αποτέλεσμα, χάρμα οφθαλμών. «Η οργάνωση των μοτίβων σε ζώνες και η συμμετρία του διακόσμου ως προς κατακόρυφο άξονα, είναι χαρακτηριστικά όλων των ξομπλιαστών σακουλιών της Κρήτης: υπάρχει πάντα μία κεντρική ζώνη -σε μερικές περιοχές αυτή η ζώνη αποκτά ιδιαίτερη σημασία- που αποτελεί τον άξονα συμμετρίας για τον διάκοσμο του υφαντού», διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του Μουσείου Κρητικής Εθνολογίας. http://www.cretanethnologymuseum.gr/imke/html/gr/222111.html
Η εικόνα της βούργιας που μου είχε χαρίσει αγαπημένο συγγενικό πρόσωπο μια χρονιά που βρέθηκα στη Σητεία, μου ήρθε στο μυαλό διαβάζοντας το νέο βιβλίο της Μαρίας Παπαγιάννη «Παπούτσια με φτερά». Με τη μαεστρία έμπειρης υφάντρας του λόγου η αγαπημένη Μαρία έπλεξε με οδηγό τη Ρόζα της, την ευάλωτη αλλά χαρισματική κεντρική της ηρωίδα, μια ιστορία αληθινή σαν παραμύθι που ταξίδεψε αξόδευτο από γενιά σε γενιά και παραμυθένια σαν το βίο και την πολιτεία ανθρώπων που μπορεί να είναι γείτονες και φίλοι μας, ανθρώπων σαν κι εμάς. Δεν λείπει κανείς και τίποτα από αυτό το βιβλίο. Όλοι και όλα, άνθρωποι, ζώα, ιδέες, λέξεις, έχουν τη θέση τους, το σχήμα τους, το χρώμα τους, την πραγματικότητά τους, το δίκιο τους, τον καημό τους, το σκοπό τους.
Ο Άρης, ο πατέρας της Ρόζας, είναι γονιός, ψαράς και ποιητής. Είναι ο άνθρωπος που μεταστρέφει με δυο κουβέντες κι ένα χαμόγελο τη σκοτεινή, σκληρή πλευρά της ζωής σε φως και τρυφερότητα. Και όχι μόνο για την κόρη του, αλλά για κάθε πλάσμα που συναντά στο δρόμο του. Ακόμη και για τα αδέσποτα γατιά που ταϊζει και «βαφτίζει» με ονόματα ποιητών και ποιητριών απ’ όλο τον κόσμο. Ακόμη και για τον Καρλίτο, το ξεστρατισμένο αηδονάκι που περιμαζεύει και περιθάλπει χωρίς να του στερήσει την ελευθερία της επιλογής: στο αυτοσχέδιο κλουβάκι του υπογείου της οδού Μοιρών 3 που για χάρη της Ρόζας του έχει ονομάσει «Βασίλειο των Γάτων», ή στο δάσος και όπου λάχει; Και το αηδονάκι, νιώθοντας ότι αυτός ο άνθρωπος είναι βαθύτατα συναισθηματικός, μένει κοντά τους για να συντροφεύει με το κελαΐδισμα του τις καλοσύνες του.
Σε αυτήν την πολύχρωμη «Αυλή των Θαυμάτων», σε αυτήν τη γεμάτη ζωή και δράση «Γειτονιά των Αγγέλων» όπου ξετυλίγεται το κουβάρι της ζωής πολλών και διαφορετικών ανθρώπων, ανθρώπων που η σκούφια τους μπορεί να κρατάει από κάθε γωνιά της γης, η Ρόζα θα μυηθεί στην περιπέτεια του προσωπικού της μεγαλώματος με τρόπους υπέροχα αντισυμβατικούς. Βήμα το βήμα θα υπερβεί ακόμη και την εκ γενετής σωματική της αδυναμία και θα ανακαλύψει αυτά που φαίνονται κι αυτά που δεν φαίνονται. Αυτά που είναι κι αυτά που καμώνονται πως είναι. Αυτά που δεν φοβούνται την εικόνα τους στον καθρέφτη κι αυτά που έχουν για πάντα εξορίσει τους καθρέφτες από τη ζωή τους. Μια πλειάδα από ξεχωριστούς γείτονες, η Ειρήνη η περιπτερού με τον «Μικρό της Παράδεισο», ο Χασίμ, ο μικρός Πακιστανός φίλος της και η οικογένειά του, η Άννα, η υπέροχη πιανίστα που από τότε που χρεοκόπησε ζει στο αυτοκίνητό της και φυτεύει ντομάτες κρυφά στον απέναντι λόφο, η ευαίσθητη Λουίζα που δεν ξαναχόρεψε φλαμένγκο και συντηρεί ένα μικρό Θέατρο – καφέ δίνοντας στέγη σε νέους ονειροπόλους ηθοποιούς και μουσικούς, η καινούργια φίλη της, η Αθηνά με τον αδερφό της τον Κωστή που κατάγονται από τη Συρία, η Λυπημένη κυρία Ελισέντα με τον κατάμαυρο μονόφθαλμο γάτο της τον Γκαμπίτο, και άλλοι πολλοί ακόμη, θαυμαστοί και μοναδικοί, πραγματικοί και ονειρικοί, θα οδηγήσουν τη Ρόζα σε περιπέτειες απίστευτες αλλά και τόσο οικείες για ένα παιδί της ηλικίας της.
Κι όταν, σαν άλλη Αλίκη, η Ρόζα θα πηδήξει μέσα στο σπιρτόκουτο που η ίδια ζωγράφισε με κιμωλία στον τοίχο του δωματίου της, τα θαύματα θα αρχίσουν να συμβαίνουν με ρυθμούς καταιγιστικούς. Ένας δεύτερος κόσμος, η Πολιτεία του Βυθού, υφασμένος με κέφι και φαντασία ανάμεσα στα μοτίβα του πρώτου, για να θυμηθούμε και την κρητική βούργια της αρχής, θα κάνει την εμφάνισή του και θα απαιτήσει την προσοχή της αλλά και την αφοσίωση των αναγνωστών. Η ξαφνιασμένη Ρόζα θα πει τον μυστικό λόγο «στα δέντρα κρέμονται οι λέξεις» και θα μπει στη σκοτεινή σπηλιά όπου συνεδριάζουν ο Βάβελ που μοιάζει με τον Δον Κιχώτη και όλοι όσοι μάχονται ενάντια στους «Γλωσσοκτόνους» δημιουργώντας φωλιές για τις γλώσσες που χάνονται, για την επικοινωνία που φτωχαίνει και υποβαθμίζεται, για τις ιστορίες που ξεχνιούνται, για τα όνειρα που πεθαίνουν…
Η Ρόζα θα αρχίσει να μπαινοβγαίνει από τη μία πολιτεία, αυτήν της οδού Μοιρών όπου ζει με τον πατέρα της μια «κανονική» ζωή, σε εκείνη του σπιρτόκουτου, την Πολιτεία του Βυθού. Και στις δύο θα πρέπει να αγωνιστεί για αυτά που πιστεύει, για αυτούς που αγαπά. Και στις δύο θα αποκτήσει φίλους και συμμάχους, αντιπάλους και εχθρούς. Και στις δύο θα κοιτάξει τον εαυτό της στα μάτια και θα φορέσει παπούτσια με φτερά. Και στις δύο θα παλέψει για να σώσει και για να σωθεί. Και στις δύο θα νικήσει και θα ηττηθεί. Και στις δύο θα ζήσει περιπέτειες που δεν θα φτάνει μια ολόκληρη ζωή για να τις καταλάβει και να τις διηγηθεί. Γιατί και στις δύο θα «αξίζει να υπάρχεις για ένα όνειρο κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει». Και στις δύο θα τη συντροφεύουν οι λέξεις και η μαγεία τους….
Η Μαρία Παπαγιάννη μας χάρισε ένα βιβλίο – πολύχρωμο υφαντό. Μια «έντυπη» κρητική βούργια για να βάλουμε μέσα το προσφάι και το νερό μας και να ξεκινήσουμε ένα ξομπλιαστό ταξίδι στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής. Με ρέουσα, κλιμακωτή γραφή, με την απλότητα και την ευαισθησία της πένας της, με την ιδιαίτερη ματιά της παιδικής αθωότητας που πάντα κομίζει στα βιβλία της, μας προσκαλεί σε μια βουτιά στην αληθινή και διαχρονική αξία της Ανθρωπιάς. Στην αληθινή και διαχρονική αξία της Ποίησης. Στην αληθινή και διαχρονική αξία της Γλώσσας, της κάθε σπάνιας και μοναδικής γλώσσας μέσω της οποίας οι άνθρωποι όπου γης κοινωνούν και επικοινωνούν την Αγάπη, την Ιστορία, την Ταυτότητά τους. Το εξώφυλλο της Φωτεινής Τίκκου είναι απολύτως ταιριαστό με το περιεχόμενο του βιβλίου. Και τα περιεχόμενά του μαζί με τη βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εντρυφήσει κανείς στη μαγεία του ποιητικού λόγου έχοντας ανοιχτό στο πλάι του έναν παγκόσμιο χάρτη.
Μαρία Παπαγιάννη, Παπούτσια με φτερά, εκδόσεις Πατάκη, 2016