Έβρεχε, το τραίνο τραμπαλιζόταν στις γραμμές, το ακορντεόν έπαιζε Τα παιδιά του Πειραιά μπουκωμένο, οι εργάτες είχαν ανάψει φωτιά στις ράγες και κολάτσιζαν γύρω της κουβεντιάζοντας αμίλητοι σαν Ινδιάνοι αρχηγοί σε σύσκεψη. Τι να κατεβάζει άραγε αυτή η βροχή; Έκλεισε την ομπρέλα και την άφησε να την αγγίζει, να κλάψει επάνω της. Γνώρισε ανθρώπους χωρίς ποτέ να μάθει τ’ όνομά τους. Της ήταν αρκετό που χαμογελούσαν χωρίς ν’ απλώνουν το δισάκι για ελεημοσύνη. Όπως η βροχή γεννήθηκε για να πέφτει ελεύθερη. Και μπήκε ο γύφτος με το κλαρίνο, ο αυτοδίδακτος, και μπήκε ο καπετάν-Σπύρος μ’ ένα μουστάκι σαν του Κολοκοτρώνη κι εκείνη διάβαζε τα μάτια του και γύριζε αργά τις σελίδες για να προλαβαίνει να επαναλαμβάνει μέσα της τις καινούργιες λέξεις. Αλλάζει. Της είπε να κοιτάξει βαθιά στα μάτια του για να δει ποια στ’ αλήθεια είναι. Και κοίταξε. Και είδε.
Τα λιμάνια είναι πατρίδες που σε πληγώνουν, γιατί φτιάχτηκαν για να μην ανήκουν σε κανένα, να μην προσφέρουν άσυλο παρά μόνο στα ταξιδιάρικα, στα πλάσματα τα μοναχικά. Περπάτησε στην προκυμαία. Μία ντουζίνα αλητάκια γλάροι της γνέφανε, την καλούσαν. Κοιτούσε μπροστά μα δεν έβλεπε. Η δύση γλύκαινε τον ορίζοντα, τα καράβια έστεκαν αμίλητα, σα σεβάσμιοι γέροντες στον καφενέ του χωριού και ρέμβαζαν με τη μύτη στραμένη στη θάλασσα, την πλάτη γυρισμένη στη στεριά. Και τι δεν θα έδινε για ένα ταξίδι σκάλισμα σε χάρτη χωρίς στεριές. Έστω και μόνη, έστω με μοναδική αποσκευή τον εαυτό της.
Το φεγγάρι βγήκε νωρίς στο πάλκο απόψε. Ανέμισε δυο τρία σύννεφα σ’ έναν ξάστερο ουρανό κι άρχισε να τραγουδά σε γλώσσα ακατάληπτη. Είναι στιγμές που δεν το χωράει ο ουρανός και τότε θέλει να κρυφτεί. Να πέσει μπρούμυτα στα νεφελώματα και να σπάσει κάτι για να μην κλάψει. Το συμπόνεσε.
Μέτρησε εφτά γαλάζια πουλιά μπροστά στο παραθύρι της κι ώσπου να τα μετρήσει αποκοιμήθηκε. Κι έβγαλε, λέει, φτερά σαν του γλάρου και τ’ άπλωσε κάτω από ένα βουρκωμένο, σιωπηλό ουρανό. Και τα φτερά βγάλανε σκοινιά και τ’ άφησαν να πέσουν στη θάλασσα. Και πιάστηκαν απ’ τις άκρες τους τα δελφίνια και τ’ αφρόψαρα κι οι μέδουσες και βάλθηκαν ν’ ανέβουν στα σύννεφα να κατοικήσουν τ’ άστρα. Μα στα μισά τα περιέλαβε ο αναμαλλιάρης ο βοριάς και τραμπαλίστηκαν ίσαμε που γκρεμίστηκαν πίσω. Και άρχισε πάλι να παραδέρνει το πέλαγο, φορτωμένο τα ζωντανά του τα πλάσματα. Κι έγειρε η υδρόγειος να μπατάρει κι ίσα που την πρόφτασε και ξύπνησε.
Μέτρησε εφτά γαλάζια πουλιά μπροστά στο κατώφλι της κι ώσπου να τα μετρήσει άκουσε το λεωφορείο να φρενάρει στη στάση. Και μπαίνοντας μέσα στερέωσε σε μία γωνία το σώμα της και όσο μπορούσε πιο αθόρυβα ξεκλείδωσε και βγήκε. Κι άρχισε να μπαινοβγαίνει σ’ ό,τι σκεφτόταν πιο παράξενο και διαφορετικό και να βλέπει με τα μάτια του τα όμοια και τα συνηθισμένα. Και περνούσαν οι αιώνες σαν τα σποράκια που ανεμίζουν στους δρόμους την άνοιξη, τυλιγμένα στ’ απαλά τους αερόστατα. Και περνούσαν κι επέστρεφαν και ρίζωναν και ξαναφύτρωναν. Ώσπου έφτασε το λεωφορείο στη μέση της πόλης και θυμήθηκε πως το σώμα της την περίμενε στη γωνία με το φεγγίτη ανοιχτό. Κι έτρεξε και κρύφτηκε πάλι μέσα του.
Μέτρησε εφτά γαλάζια πουλιά και πριν φτάσει στο έβδομο ήταν ήδη στο κατάστρωμα κι αγνάντευε το λιμάνι να μικραίνει και να χάνεται στον ορίζοντα. Κι ένιωσε τα πόδια της να πατάνε στο βυθό και τα μαλλιά της να σηκώνουν μιλιούνια αστέρια στους κόμπους τους. Κι ήταν τεράστια κι απόμακρη και συνάμα μικροσκοπική και προσιτή. Κι ήταν έτοιμη για όλα και ταξίδευε και νοιαζόταν για το που πήγαινε σαν να μην ήταν να φτάσει κάποτε και να αφήσει το καράβι. Σαν να μην ήταν να πάψει κάποτε να είναι μάγισσα. Σαν να μην ήταν να μη μπορεί κάποτε να μετράει τα εφτά γαλάζια πουλιά και να την παραλαμβάνουν τα θαύματα.