«…Ανοιγόκλεισε τα μάτια και κούνησε γρήγορα το κεφάλι. Του ερχόταν ίλιγγος. Για να επανέλθει προσηλώθηκε στους χτύπους της καρδιάς του, πάτησε γερά στα πόδια του κι ένωσε τις φτέρνες μέσα στις μπότες του. Ύψωσε το ανάστημά του. Διάλεξε ένα σημείο στην πόρτα του φάρου -έναν μεντεσέ που είχε λασκάρει- και αποφάσισε να ξεκινήσει από εκεί. Από κάτι χειροπιαστό. Πρέπει να στραφεί σε κάτι χειροπιαστό, γιατί αν δεν το κάνει, ποιος ξέρει πού θα του παρασύρει ο αέρας το μυαλό και την ψυχή, σαν αερόστατο χωρίς έρμα. Αυτό ήταν το μόνο που τον είχε βοηθήσει να περάσει τα τέσσερα χρόνια αίματος και τρέλας: να ξέρεις ακριβώς πού βρίσκεται το όπλο σου όταν γλαρώνεις για δέκα λεπτά στο όρυγμα· πάντα να ελέγχεις τη μάσκα αερίων· να φροντίζεις να καταλαβαίνουν οι άντρες σου τις διαταγές μέχρι κεραίας. Δε σκέφτεσαι το μέλλον σε χρόνια ή μήνες. Σκέφτεσαι αυτή την ώρα, άντε και την επόμενη. Όλα τα υπόλοιπα είναι εικασίες…» (σελ. 52-53).
Πολλές φορές αναρωτιέμαι ποια είναι τα βασικά, τα θεμελιώδη συστατικά που ορίζουν την καλή λογοτεχνία. Προσπαθώ να νοηματοδοτήσω και να συμπυκνώσω σε έναν ιδεατό μπούσουλα τις αδιαμφισβήτητες αιτίες, τους λόγους που με κάνουν ως αναγνώστρια να δηλώσω απερίφραστα ότι «αυτό είναι ένα καλό, ή ένα εξαιρετικό βιβλίο». Νομίζω ότι τελικά δεν είναι τόσο δύσκολο. Αρκεί ένα βιβλίο να συνδυάζει το χειροπιαστό με το ονειρικό, το πραγματικό με το ιδεατό, αυτό που είμαστε με αυτό που θα θέλαμε να είμαστε, τον παρόντα αγωνιστή και τον μελλοντικό δρέποντα τους καρπούς των κόπων του εαυτό μας. Να μας βυθίζει αβίαστα και τρυφερά αλλά και μεθοδικά, αποφασιστικά, στην εξερεύνηση αγνώστων διαστάσεων του υλικού και του πνευματικού κόσμου, του ανθρωπογενούς και του φυσικού περιβάλλοντος, ακόμη και του σύμπαντος. Να μας προσφέρει αφειδώλευτα γνώσεις, συγκινήσεις, όψεις και απόψεις προσωπικών και συλλογικών εμπειριών και τελικά αφύπνισης, εγρήγορσης και αυτοπραγμάτωσης. Να εξυψώνει τη γλώσσα (αλλιώς τι λογοτεχνία θα ήταν;), να δικαιώνει τους ορατούς και αόρατους στόχους, επιδιώξεις και προσδοκίες τόσο του συγγραφέα του όσο και των αναγνωστών του, μέσω της πλοκής του και του ύφους γραφής του. Να μας ταξιδεύει σταθερά, απογειώνοντας την ελευθερία του μυαλού και των συναισθημάτων μας χωρίς φόβο αλλά με πολύ πάθος, από το ξημέρωμα, τη γέννηση της μυθοπλασίας του, μέχρι το μεσημέρι, την ύβρη και την κορύφωσή της, έως και το λυτρωτικό νύχτωμα, τη λύση της και την δική μας ανακουφιστική κάθαρση.
Σκεπτόμενη όλα τα παραπάνω, μπορώ με κάθε ειλικρίνεια να δηλώσω ότι κατά την ταπεινή μου γνώμη η Αυστραλή συγγραφέας Μ. Λ. Στέντμαν με το παρθενικό της μυθιστόρημα «Το φως ανάμεσα στους ωκεανούς», μας χάρισε ένα εξαιρετικό βιβλίο. Ένα ανάγνωσμα που δεν μπορείς να εγκαταλείψεις παρά μόνο φτάνοντας στην τελευταία του τελεία.
“Στον φάρο ενός μικροσκοπικού νησιού μισή μέρα με καράβι από τις ακτές της δυτικής Αυστραλίας, εργάζεται ο Τομ Σέρμπουρν, που έχει επιζήσει από τη φρίκη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Στο πλευρό του έχει τη νεαρή γυναίκα του, την Ίζι, με την οποία ζει την απόλυτη ευτυχία του έρωτα, που μόνο ένα πράγμα φαίνεται να σκιάζει, η συνειδητοποίηση ότι δε θα μπορέσουν να κάνουν τελικά παιδιά. Ώσπου ένα απριλιάτικο πρωινό στην παραλία εξοκέλλει μια βάρκα. Μέσα στη βάρκα αυτή υπάρχει το άψυχο σώμα ενός άντρα κι ένα μωρό που κλαίει γοερά. Ξεκομμένοι από τον έξω κόσμο, ο Τομ και η Ίζι θ’ αψηφήσουν τους κανόνες της λογικής και τους νόμους των ανθρώπων και θα ακολουθήσουν την καρδιά τους…”.
Έτσι περιγράφεται συνοπτικά στο οπισθόφυλλο του βιβλίου η υπόθεσή του. Ίσως να προϊδεάζει τον υποψήφιο αναγνώστη του για ένα γλυκερό, ρομαντικό ανάγνωσμα. Όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Ο φάρος της Στέντμαν ούτε περικλείει ούτε περιθάλπει την απόλυτη μοναξιά, τον αναχωρητισμό, μια κάπως γραφική ή και εκκεντρική απομόνωση από τα εγκόσμια. Το ακριβώς αντίθετο. Δίνει στέγη και νόημα στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης, της ατομικής αλλά και της κοινωνικής της υπόστασης. Και μας ξαφνιάζει, μας συνταράζει σε κάθε περιδίνηση των κυμάτων, σε κάθε αποστροφή των ανέμων, σε κάθε στροβίλισμα του ουράνιου θόλου, από πάνω και γύρω του. Το σωστό και το λάθος, το δίκαιο και το άδικο, το όμορφο και το άσχημο, το έντιμο και το ανέντιμο, η αλήθεια και το ψεύδος, όπως και το κατά συνθήκη ψεύδος, η γαλήνη και η αντάρα, η σιωπή και η κοσμοχαλασιά, η αμαρτία και η συγχώρεση, ο πόνος και η ίαση, η λήθη και η ανεξίτηλη μνήμη, η ειλικρίνεια και η παρεξήγηση, ο θυμός και η ηρεμία, όλα τα σημαντικά δίπολα της ζωής του ανθρώπου αναπνέουν και εκφράζονται, συγκρούονται και καταλαγιάζουν σε αυτόν το φάρο.
«Πιστεύω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να κάνουν το σωστό. Ίσως έχουν πολύ διαφορετικές ιδέες για το τι ακριβώς είναι «σωστό», αλλά ελάχιστοι άνθρωποι θα είναι ευχαριστημένοι να ζουν μέσα σ’ αυτό που θεωρούν ότι είναι ψέμα. Η ιστορία βασίζεται εν μέρει σε μια σύγκρουση αξιών. Τα άτομα δίνουν διαφορετική βαρύτητα σε διαφορετικές αξίες. Για μερικούς ανθρώπους, η δικαιοσύνη ίσως είναι η πιο σημαντική αξία. Για άλλους, η ειλικρίνεια. Ο Τομ εκτιμά την ακεραιότητα, το καθήκον, την ειλικρίνεια, την πίστη, την ανάληψη της ευθύνης, τη στωικότητα και την αυτοθυσία. Δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό γι’ αυτόν να είναι αρεστός στους άλλους, αν και συνήθως είναι. Η Ιζαμπέλ, από την άλλη πλευρά, εκτιμά την αγάπη, την καλοσύνη, το χιούμορ και το πάθος. Στην Ιζαμπέλ αρέσει το ν’ αρέσει στους άλλους. Νομίζω ότι αν είσαι υποχρεωμένος να συμπεριφέρεσαι με τρόπο που έρχεται σε αντίθεση με τις βασικές πεποιθήσεις σου για τον κόσμο, αυτό μπορεί να σε καταστρέψει πραγματικά. Στο μέτρο που η ηθική είναι προϊόν των αξιών του καθενός, ναι, είναι πράγματι πολύ ισχυρή», λέει -μεταξύ άλλων- η συγγραφέας σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη, στο www.diastixo.gr, στις 15/12/2015.
Το περιβάλλον του φάρου και ο ιδιαίτερος μικρόκοσμός του, που είναι ταυτόχρονα και μικρός και μέγας, όπως θα έλεγε κι ο ποιητής, αποδίδεται με ξεχωριστή φροντίδα και περιγραφική δεινότητα. Η συγγραφέας σίγουρα αγαπά πολύ αυτόν τον τόπο. Δεν είναι δυνατόν να περιγράψεις κάτι με τέτοια ενάργεια, σπαρακτικά όμορφα σε μερικά στιγμιότυπα, αν δεν το έχεις ζήσει με κάποιο τρόπο και αν δεν το αγαπάς βαθιά. Και σίγουρα έχει επιδοθεί στην απαραίτητη ενδελεχή έρευνα για να αποδώσει με ακρίβεια τεχνικές λεπτομέρειες και να διαμορφώσει την καθημερινότητα του ήρωα-φαροφύλακά της με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι απολύτως φυσική και αληθοφανής. Αυτή της η σπουδή, σε συνδυασμό με τις αφηγήσεις του ναυτικού πατέρα μου που άκουγα από παιδί και τη γοητεία που ανέκαθεν ασκούσαν επάνω μου οι φάροι στα διάφορα ταξίδια μου, αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον μου γι’ αυτούς και με έκανε να αναζητήσω περισσότερες πληροφορίες για τους ελληνικούς φάρους στην επίσημη ιστοσελίδα της Υπηρεσίας Φάρων: http://www.hellenicnavy.gr/hosted/yf/index.php/el/.
Οι χαρακτήρες της Στέντμαν είναι πλασμένοι από σάρκα και όνειρα, όπως και όλοι εμείς στην πραγματική ζωή. Καθένας μας θα αναγνωρίσει σε αυτούς δικές του φανερές ή και απόκρυφες πλευρές. Θα ταυτιστεί μαζί τους, θα αναστενάξει, θα υπεκφύγει, θα καθρεφτιστεί ανήμπορος ή παντοδύναμος στα μάτια τους, θα μετέλθει των δεινών τους, θα πονέσει, θα χαρεί, θα μισήσει, θα σκυθρωπιάσει, θα συγχωρέσει ή μπορεί και όχι, θα κάνει τον ανέγνωρο, θα λιγώσει από την ευτυχία τους, θα καμφθεί από την απόγνωσή τους. Μα δεν θα μπορέσει ούτε λεπτό να τους εγκαταλείψει. Η καλύτερη απόδειξη του ταλέντου ενός λογοτέχνη.
Η πλοκή της ιστορίας αναπτύσσεται φυσικά, με τρόπο αριστοτεχνικό και με χρήση της τριτοπρόσωπης αφήγησης σε παρελθόντες χρόνους αλλά και σε ενεστώτα, κάτι που δημιουργεί την αίσθηση της γοργής κινηματογραφικής εξέλιξης στο παρόν, εδώ μπροστά, στο πλάι σου (δεν είναι τυχαίο ότι το μυθιστόρημα έχει ήδη γυριστεί και σε ταινία). Η κορύφωση έρχεται σαν το κύμα που ταξιδεύει από μίλια μακριά φουσκώνοντας σταδιακά, ώσπου να σκάσει με ένταση, φανερή και υπόκωφη, στην ακτή. Κάθε ήρωας, μαζί και αναγνώστης, λαμβάνει αυτό που κυοφόρησε στην ψυχή του, όσο δούλευαν εν αγνοία του ή και με τη σύμπραξή του, στην επιφάνεια ή και στο βυθό του ωκεανού της ζωής, τα γεγονότα. Αλλά διατηρεί πάντα το δικαίωμα της προσωπικής επιλογής. Και αυτό είναι η παντοτινή σκλαβιά κι η μονάκριβη ελευθερία του…
«…Οι ωκεανοί δε σταματούν ποτέ. Δεν έχουν αρχή και τέλος. Ο αέρας δεν παύει ποτέ. Χάνεται μερικές φορές, αλλά μόνο για να πάρει φόρα από κάπου αλλού και μετά επιστρέφει και ρίχνεται στο νησί για να αποδείξει κάτι που ο Τομ δεν καταλαβαίνει. Εδώ η ύπαρξη μετριέται σε κολοσσιαίες κλίμακες. Ο χρόνος μετριέται με εκατομμύρια χρόνια· οι βράχοι που από μακριά μοιάζουν με ζάρια πεταμένα στην ακτή είναι ογκόλιθοι με πλάτος δεκάδων μέτρων, λειασμένοι από χιλιετίες, πεσμένοι στο πλάι έτσι που οι στρώσεις γίνονται κάθετες ρίγες. Ο Τομ παρακολουθεί τη Λούσυ και την Ίζαμπελ που πλατσουρίζουν στην Παραδεισένια Λίμνη, ενώ το κοριτσάκι είναι εκστασιασμένο από τα πιτσιλίσματα, την αλμύρα και τους αστερίες με το εκθαμβωτικό μπλε χρώμα που έχει ανακαλύψει. Παρακολουθεί τα δαχτυλάκια της να γραπώνουν το ζωάκι, το πρόσωπό της να λάμπει από ενθουσιασμό και καμάρι, θαρρείς και είναι δικός της δημιούργημα. «Μπαμπούλη, δες. Ο αστελίας μου!» Ο Τομ δυσκολεύεται να συλλάβει ταυτόχρονα τις δύο χρονικές κλίμακες: την ύπαρξη ενός νησιού και την ύπαρξη ενός παιδιού…» (σελ. 230-231).
«Το φως ανάμεσα στους ωκεανούς» είναι ένα βιβλίο που θα σκέφτεσαι για μέρες, ίσως και μήνες μετά από την ανάγνωσή του. Θα ήταν παράλειψη να μην τονίσω ότι η μετάφραση της Νίνας Μπούρη είναι πραγματικά εμπνευσμένη. Ένα βιβλίο που θα φυλάξεις σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη σου και που θα ξαναδιαβάσεις στο μέλλον. Ως ωριμότερος ίσως αναγνώστης, αλλά πάντα διψασμένος για την ομορφιά της αλήθειας και την αλήθεια της ομορφιάς.
Μ. Λ. Στέντμαν, Το φως ανάμεσα στους ωκεανούς, μετάφραση Νίνα Μπούρη, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2012