Η τρίτη εβδομάδα του Οκτώβρη τελείωσε στο σχολείο μας ποιητικά και μελωδικά. Η κυρία Εύη ήταν λίγο παράξενη από το πρωί. Λίγο αφηρημένη, ίσως και κουρασμένη. Αφού τακτοποιηθήκαμε, καθίσαμε στην παρεούλα μας, είπαμε τις καλημέρες μας, μετρηθήκαμε, πήραμε παρουσίες, φτιάξαμε την ημερομηνία και ελέγξαμε και τον καιρό, μας είπε σοβαρή σοβαρή:
– Παιδιά, ξέρετε τι είναι ποίηση;
Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας με αμηχανία. Ένα παιδί σήκωσε το χέρι του και είπε ότι «ποίηση είναι τα ποιήματα».
– Ναι, αλλά τι είναι τα ποιήματα; επέμεινε η κυρία Εύη, κοιτάζοντάς μας στα μάτια με αποφασιστικότητα. Πάει, δεν θα τη βγάλουμε καθαρή σήμερα, θα κάνουμε «σοβαρό» μάθημα, σκεφτήκαμε. «Ποιήματα είναι τα παραμύθια!», πετάχτηκε ένα άλλο παιδί.
– Τότε γιατί τα λέμε ποιήματα και δεν τα λέμε κι αυτά παραμύθια; ξαναρώτησε η κυρία Εύη. Όλο απορίες έχει αυτή η κυρία μας, δεν μας αφήνει λεπτό να ησυχάσουμε.
Αυτή τη φορά κανένα παιδί δεν σήκωσε χέρι για να απαντήσει. Η κυρία Εύη περίμενε πέντε δευτερόλεπτα να σκεφτούμε και μετά μας είπε:
– Ωραία! Καθόλου δεν πειράζει που δεν το ξέρετε. Άλλωστε γι’ αυτό ερχόμαστε στο σχολείο, για να μαθαίνουμε. Ας ανακαλύψουμε μαζί, λοιπόν, τι είναι ποίηση. Παρατηρήστε λίγο το ταμπλό μας και πείτε μου: υπάρχουν ποιήματα κολλημένα σε αυτό; Κι αν ναι, πως τα ξεχωρίζουμε από άλλα γραπτά που δεν είναι ποιήματα;
Κοιτάξαμε το ταμπλό μας. Ασφαλώς και υπήρχαν κολλημένα ποιήματα. Αφού συνέχεια ασχολούμαστε με αυτά! Όταν μιλήσαμε για τον κύκλο του νερού, διαβάσαμε «Το ποταμάκι». Όταν μιλήσαμε για το σεισμό, φτιάξαμε ποιηματάκι για τον Εγκέλαδο. Όταν μιλήσαμε για το σταφύλι, τραγουδήσαμε το «Τσιριτρό». Όταν μιλήσαμε για το φθινόπωρο, πάλι διαβάσαμε ποίημα.
Η κυρία Εύη σήκωσε μερικά παιδιά και έδειξαν τα ποιήματα στο ταμπλό. Από που άρχιζε και που τελείωνε καθένα τους. Τα διαβάσαμε μαζί της άλλη μία φορά. Και τότε παρατηρήσαμε τις διαφορές που έχουν με τα παραμύθια. Είναι πιο μικρά σε έκταση και μερικές λέξεις τους τελειώνουν με την ίδια φωνούλα. «Σε μια ρώγα από σταφύλι τρωγοπίνανε τρεις φίλοι». Το «σταφύλι» και το «φίλοι» τελειώνουν σε ι. «Του φθινόπωρου παιδιά και τα τρία πολλή δουλειά». Το «παιδιά» και το «δουλειά» τελειώνουν σε α. Η κυρία Εύη μας είπε ότι αυτό το μαγικό παιχνίδι το λένε ομοιοκαταληξία, γιατί η τελευταία φωνούλα κάθε λέξης λέγεται κατάληξη.
– Δεν γράφονται, βέβαια, όλα τα ποιήματα με ομοιοκαταληξία, αλλά εμείς σήμερα θα ασχοληθούμε με αυτά που γράφονται, συνέχισε η κυρία Εύη. Μετά έφερε δύο καρέκλες δίπλα της και κόλλησε πάνω τους από ένα μεγάλο κομμάτι λευκό χαρτί. Έφερε και μας έδειξε και ένα CD.
– Τι είναι αυτό, παιδιά; άρχισε πάλι τις ερωτήσεις. Ε καλά, αυτό όλοι το ξέραμε. «Σιντί!!!!», φωνάξαμε ανυπόμονα.
– Μήπως ξέρετε την ελληνική λέξη για το σιντί; επέμεινε. Μείναμε με ανοιχτό το στόμα. Δεν είναι ελληνική λέξη το σιντί; Αφού και οι κότες το ξέρουν!
Κι όμως, δεν είναι! Η κυρία Εύη μας είπε ότι το σιντί στα ελληνικά λέγεται μουσικός δίσκος. Και μας ξαναρώτησε αν ξέρουμε τι έχει μέσα του. Ε αυτό το ξέρουν και τα μωρά! Μουσική!
– Μπα; Και πως χώθηκε εκεί μέσα η κυρία Μουσική, παρακαλώ; ξαναρώτησε η κυρία Εύη. Κοιταχτήκαμε με απορία. Αυτό δεν το είχαμε αναρωτηθεί ξανά. Πως μπήκε η μουσική μέσα στο σιντί; Ποιος την έβαλε; Την έσπρωξε πολύ για να χωρέσει; Γιατί είναι στρογγυλό και όχι τετράγωνο; Γιατί έχει τρύπα στη μέση;
Η κυρία Εύη χαμογέλασε και ρώτησε αν κάποιοι από μας μαθαίνουμε κάποιο μουσικό όργανο. Δυο τρία παιδιά μάθαιναν πιάνο και μας είπαν ότι πάνε σε ωδείο. Και μερικά παιδιά είχαν στο σπίτι τους κιθάρα, γιατί ήξερε να παίζει ο μπαμπάς ή η μαμά τους.
Μετά, η κυρία Εύη μας είπε ότι αυτόν που γράφει ποιήματα τον λέμε Ποιητή. Το έγραψε στο χαρτί της μίας καρέκλας δίπλα της και σιγά σιγά το γεμίσαμε με τις λέξεις του Ποιητή: ποίημα, λέξεις, στίχοι, στροφές, γράμματα, τίτλος. Αυτόν που γράφει μουσική τον λέμε Συνθέτη. Το έγραψε στο χαρτί της δεύτερης καρέκλας δίπλα της και σιγά σιγά το γεμίσαμε με τις λέξεις του Συνθέτη: μουσική, νότες, στροφές, στίχοι, τραγούδι. Όταν αυτοί οι δύο καλλιτέχνες συνεργάζονται, προκύπτουν τα τραγούδια! Μετά βρίσκουν και έναν Τραγουδιστή που τα τραγουδά με την ωραία του φωνή και όλοι μαζί, με πολλούς ακόμη συνεργάτες που κάνουν άλλες δουλειές, φτιάχνουν τον μουσικό δίσκο.
Μας είχε και μία έκπληξη: μας έβαλε να ακούσουμε δύο τραγούδια από το μουσικό δίσκο «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», στα οποία συνεργάστηκαν τρεις σπουδαίοι Έλληνες καλλιτέχνες: ο συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος και ο τραγουδιστής Γιώργος Νταλάρας. Μας έδειξε και φωτογραφίες τους! Είχαν μάλιστα ως θέμα το κυκλάμινο, ένα λουλούδι της εποχής για το οποίο είχαμε μιλήσει στην τάξη μας και η κυρία Εύη μας το είχε φέρει να το δούμε. Είχε πάει εκδρομή στο δάσος της Καισαριανής και έκοψε ένα. Μόνο ένα, γιατί τα αγριολούλουδα δεν τα κόβουμε, τα χρειάζεται η μητέρα Φύση για να τη φροντίζουν και να την στολίζουν.
Η κυρία Εύη μας είπε και μια ιστορία για το πώς γράφτηκαν αυτά τα τραγούδια. Όσο την παρακολουθούσαμε, άχνα δεν ακουγόταν στην τάξη και μερικά παιδιά βούρκωσαν και αγκαλιάστηκαν. Ήταν πολύ συγκινητική ιστορία…
Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος ήταν ένας πολύ γενναίος και καλόκαρδος άνθρωπος, που πίστευε ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να ζουν με ελευθερία, με δικαιοσύνη, με ισότητα και με αγάπη και να μην χωρίζονται σε πλούσιους που καλοπερνάνε και σε φτωχούς που υποφέρουν. Όταν ήταν νέος, την Ελλάδα κυβερνούσαν κάποιοι άνθρωποι που δεν συμφωνούσαν με τις ιδέες του. Τους έλεγαν δικτάτορες και δεν τους άρεσε καθόλου η δημοκρατία. Ήθελαν να γίνεται μόνο το δικό τους και τους ένοιαζε μονάχα το συμφέρον τους! Τον έπιασαν, λοιπόν, και τον έβαλαν φυλακή. Εκείνος, όμως, ήταν ποιητής. Και ένας ποιητής δεν μπορεί ποτέ να σταματήσει να εμπνέεται και να γράφει. Ούτε μέσα στη φυλακή! Ακόμη κι όταν δεν τον αφήνουν! Έτσι και ο Γιάννης Ρίτσος. Όπου έβρισκε μικρά κομματάκια χαρτί, τα μάζευε και τα φύλαγε κάτω από το μαξιλάρι του. Εκεί έκρυβε και το μολυβάκι του, που από τα πολλά ποιήματα που έγραφε το έξυνε συνέχεια και είχε γίνει πολύ μικράκι, σαν σπιρτάκι. Τόσο δα που δεν το έπιανε κανένα μάτι. Τη νύχτα, όταν όλοι κοιμούνταν, στεκόταν πλάι στο μικρό καγκελόφρακτο παραθυράκι της φυλακής του και έγραφε ποιήματα με το φως του φεγγαριού. Έτσι έγραψε τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας».
Πως όμως θα τα έστελνε σε ένα συνθέτη για να τους βάλει μουσική, αφού δεν τον άφηναν να βγει από τη φυλακή του; Η λύση βρέθηκε με έναν τρόπο που δεν περίμενε κανείς…Ο ποιητής, που ήταν πολύ ευαίσθητος, αρρώστησε μέσα στη φυλακή. Τον μετέφεραν σε ένα νοσοκομείο και εκεί πήγε να τον δει η κορούλα του και η γυναίκα του. «Τι είναι όλα αυτά τα χαρτάκια, μπαμπά;» τον ρώτησε η μικρή Έρη. Εκείνος της χαμογέλασε, την πήρε αγκαλιά και της αποκάλυψε στ’ αυτί το μυστικό του. Η Έρη, που ήταν κι αυτή γενναία και καλόκαρδη σαν τον μπαμπά της, πήρε τα χαρτάκια με τα ποιήματα και τα έχωσε κρυφά στην τσέπη της. Αφού επέστρεψαν με τη μαμά της στο σπίτι τους, της τα εμπιστεύτηκε και εκείνη τα έβαλε σε ένα φάκελο και τα έστειλε στο συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, που ζούσε σε μια άλλη χώρα, τη Γαλλία, για να μην τον συλλάβουν οι δικτάτορες και εκείνον. Ο κύριος Μίκης, μόλις τα διάβασε, είπε με βροντερή φωνή: «Είναι έξοχα! Θα τα κάνω τραγούδια!». Έκατσε στο πιάνο του και έγραψε 18 τραγούδια, ένα για κάθε ποίημα. Όταν ο τραγουδιστής Γιώργος Νταλάρας που ήταν φίλος του, πήγε στο Παρίσι για να τον επισκεφθεί, του τα έπαιξε στο πιάνο. «Μα είναι υπέροχα, Μίκη μου! Δεν μπορώ να κρατηθώ, θέλω να τα τραγουδήσω τώρα αμέσως!», είπε κατενθουσιασμένος. Και έτσι φτιάχτηκε αυτός ο μουσικός δίσκος, που αργότερα, όταν η ελευθερία και η δημοκρατία ξαναγύρισαν στη χώρα μας – γιατί οι καλοί πάντα νικάνε, να μην έχετε καμία αμφιβολία για αυτό – τον αγάπησε και τον τραγούδησε ολόκληρη η Ελλάδα (και όχι μόνο). Ακόμη τα τραγουδάμε αυτά τα υπέροχα ποιήματα-τραγούδια. Ορίστε! Σήμερα είναι η σειρά μας!
Και πριν ακόμη προλάβουμε να συνέλθουμε από την συγκίνηση που μας προκάλεσε η ιστορία του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, η κυρία Εύη πάτησε το κουμπί στο μαγνητόφωνο και άρχισε να ακούγεται το τραγούδι νούμερο 2, το Κυκλάμινο και αμέσως μετά το τραγούδι νούμερο 11, το Κουβέντα με ένα λουλούδι, όπου πάλι ο ποιητής μιλάει με ένα κυκλάμινο!
2. Κουβέντα μ’ ένα λουλούδι
– Κυκλάμινο, κυκλάμινο
στου βράχου τη σχισμάδα,
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς,
πού μίσχο και σαλεύεις;
– Μέσα στο βράχο σύναξα
το γαίμα στάλα-στάλα.
Μαντήλι ρόδινο έπλεξα
κι ήλιο μαζεύω τώρα.
11. Το κυκλάμινο
Μικρό πουλί τριανταφυλλί
δεμένο με κλωστίτσα
με τα σγουρά φτεράκια του
στον ήλιο πεταρίζει.
Κι αν το τηράξεις μια φορά
θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις
θ’ αρχίσεις το τραγούδι.
Τι μελωδίες ήταν αυτές! Πόσο όμορφες λέξεις, αλλιώτικες…Η κυρία Εύη μας εξήγησε το νόημά τους και με το μυαλό και την καρδιά μας φανταστήκαμε τις εικόνες που θα τις συνόδευαν, αν κάποιος τις ζωγράφιζε…Αρχίσαμε να τραγουδάμε κι εμείς μαζί με την κυρία Εύη και όπου ακουγόταν μόνο μελωδία, συνοδεύαμε ρυθμικά με παλαμάκια. Μας είπε ακόμη πως ξεκινήσαμε να ακούμε αυτά τα τραγούδια και για έναν ακόμη λόγο: την άλλη εβδομάδα, στις 28 Οκτώβρη, θα γιορτάσουμε μία πολύ σημαντική επέτειο για την ιστορία της χώρας μας. Που έναν άλλο Οκτώβρη, αυτόν του 1940, πολέμησε και έδωσε τα πάντα για την ελευθερία της. Για την ίδια αυτή ελευθερία που μιλούσε στα ποιήματά του και ο Γιάννης Ρίτσος.
Μετά καθίσαμε στα τραπεζάκια και ζωγραφίσαμε μετά μουσικής! Το συνθέτη, τον ποιητή, τον τραγουδιστή και το κυκλάμινο. Η κυρία Εύη τριγύριζε αεικίνητη ανάμεσά μας, μας φωτογράφιζε, ρωτούσε τι σκεφτόμασταν, μας βοηθούσε αν το χρειαζόμασταν και το ζητούσαμε και έδειχνε πολύ ευτυχισμένη.
– Κυρία, κάθε μέρα είσαι καλή, αλλά σήμερα είσαι ακόμη πιο καλή, είπε η Βαλέρια.
Φταίει η Ποίηση και η Μουσική, γλυκιά μου. Μαγεύουν τους ανθρώπους. Τους κάνουν καλύτερους. Τους ομορφαίνουν. Λειαίνουν τις αντιθέσεις τους, απαλύνουν τις ελλείψεις τους. Και τους στέλνουν ψηλά, ν’ ανταμώσουν το Φως.