Καλημέρα σας, παιδιά! Καλή μας εβδομάδα! Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016 σήμερα. Η τελευταία ημέρα του Οκτώβρη, που φτιάχνει σιγά σιγά τις βαλίτσες του και φοράει και το καρό του παλτουδάκι για να μας αποχαιρετήσει μέχρι του χρόνου. Αλλά η σημερινή μέρα είναι και Παγκόσμια Ημέρα Αποταμίευσης. Αλήθεια, ξέρετε τι θα πει αποταμίευση; Όχι, ε; Έχετε δίκιο! Δύσκολη λέξη. Δεν τη λέμε και τόσο συχνά πια εμείς οι μεγάλοι, που να την ακούσετε; Ξέρετε, όμως, τι είναι ο κουμπαράς;, μας ρώτησε σήμερα πρωί πρωί η κυρία Εύη.
Μεγάλος ενθουσιασμός στο ακροατήριο. Όλοι ξέραμε τι είναι κουμπαράς και όλοι σχεδόν έχουμε έναν κουμπαρά. Μερικοί είπαν ότι έχουν και περισσότερους.
– Και σε τι μας χρησιμεύουν οι κουμπαράδες;, ξαναρώτησε η κυρία Εύη. Αχ κυρία Εύη, τίποτα δεν ξέρεις πια; Όλα εμείς θα στα μάθουμε; Κι είσαι και δασκάλα, υποτίθεται. Μα για να βάζουμε μέσα τα χρήματά μας!, απαντήσαμε εν χορώ.
– Όλα τα χρήματά μας; απόρησε η κυρία Εύη. Και τότε πως θα ψωνίζουμε, αν όλα τα χρήματά μας τα βάζουμε στον κουμπαρά μας;
– Ε όχι και οοοοόλα! Μόνο αυτά που μας περισσεύουν, πετάχτηκαν μερικοί.
– Α, ώστε εσάς σας περισσεύουν χρήματα; Θα μου πείτε και μένα πως τα καταφέρνετε; Γιατί εμένα δεν μου περισσεύει ούτε δραχμούλα τσακιστή, όπως λέγαμε όταν ήμουνα μικρή! Ούτε ευρώ κοκκινιστό! Παρντόν, κουδουνιστό, όχι κοκκινιστό! Και μη μου πείτε ότι δεν το ξέρετε αυτό…, είπε η κυρία Εύη. Και γούρλωσε τα μάτια της, τέντωσε τ’ αυτιά της και έσκυψε προς το μέρος μας γεμάτη περιέργεια και προσμονή για την απάντησή μας. Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι είχαμε βρει λύση στο μέγα πρόβλημα της αφραγκίας των Ελλήνων.
Αλλά εμείς την κοιτούσαμε βουβοί κι απορημένοι. Τότε χαμογέλασε και μας ξαναρώτησε.
– Και τι σχεδιάζετε να κάνετε με τα χρήματα του κουμπαρά σας, παιδιά;
Όλα μας τα όνειρα ξεδιπλώθηκαν μεμιάς στην παρεούλα σαν πολύχρωμες στριφογυριστές γιρλάντες. Άλλος θα αγόραζε το παιχνίδι που είχε βάλει στο μάτι από τη διαφήμιση της τηλεόρασης, άλλος – ο πιο γλυκατζής – θα άδειαζε το γειτονικό ζαχαροπλαστείο, άλλος – μα τι ευγενική ψυχή – θα έπαιρνε λουλούδια στη μαμά του, άλλος θα βοηθούσε τους γονείς του να αγοράσουν ένα καλύτερο σπίτι, άλλος θα έδινε στον μπαμπά του για να αλλάξει το παλιό του αυτοκίνητο, άλλος θα αγόραζε ένα αφεντικό (!) για να τον υπηρετεί…Το τι άκουσε η κυρία Εύη δεν περιγράφεται. Αλλά φαίνεται ότι δεν είχε χορτάσει ακόμη από καινοτόμες επενδυτικές ιδέες.
– Και δεν μου λέτε, παρακαλώ, όλα όσα χρειαζόμαστε μπορούμε να τα αγοράσουμε με τα χρήματα;, ρώτησε πάλι και σήκωσε το αριστερό της φρύδι. Αυτό είναι σημάδι ότι έχει απλώσει διχτάκι στην παρεούλα και πρέπει να προσέξουμε πολύ για να μην πέσουμε μέσα. Να σκεφτούμε το διπλάσιο χρόνο απ’ ότι συνήθως. Να μην απαντήσουμε σε μισό δέκατο του δευτερολέπτου δηλαδή. Κάτι που σπανίως συμβαίνει…
– Ναιαιαιαιαιαιαιαί! απαντήσαμε όλοι εν χορώ και πλαφ, πέσαμε στην παγίδα!
– ΟΛΑ ΟΛΑ;
– Μμμμμ, μάλιστα! Δηλαδή εσείς πάτε στο φούρνο της γειτονιάς και λέτε στο φούρναρη: μου δίνετε μία φραντζόλα ψωμί χωριάτικο, ένα γάλα, μισό κιλό κουλουράκια σμυρνέικα, ένα κιλό δικαιοσύνη, μια οικογένεια με μαμά, μπαμπά, 2 αδέρφια, 2 παππούδες και 2 γιαγιάδες, τέσσερα κιλά εξυπνάδα και τα ρέστα μου, παρακαλώ;
Αρχίσαμε να χαχανίζουμε. Ειδικά αυτό με την εξυπνάδα μας άρεσε πάρα πολύ. Ταυτόχρονα συνειδητοποιήσαμε ότι μερικά πράγματα στη ζωή δεν αγοράζονται με χρήματα, όσα κι αν έχεις.
– Ποια, δηλαδή;, επέμεινε η κυρία Εύη μ’ ένα τάχα αδιάφορο ύφος.
Αφού το συζητήσαμε για κανένα δεκάλεπτο, το…συμβούλιό μας αποφάσισε ότι τα πράγματα που δεν αγοράζονται και επομένως ούτε πουλιούνται, δεν είναι υλικά. Δεν είναι πράγματα, αντικείμενα δηλαδή. Δεν μπορούμε να τα πιάσουμε, να τα μυρίσουμε, να τα γευτούμε, να τα δούμε, να τα ακούσουμε. Μπορούμε μόνο να τα σκεφτούμε και να τα νιώσουμε. Είναι οι σκέψεις, οι ιδέες, οι αναμνήσεις και τα συναισθήματά μας. Είναι οι ικανότητες, οι δεξιότητες και τα χαρίσματά μας. Είναι η αγάπη, η δικαιοσύνη, η ελευθερία, η καλοσύνη, η έμπνευση, η ισότητα, όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το αν είσαι πλούσιος ή φτωχός, επομένως, είναι κάτι πολύ σχετικό!
Χαρήκαμε πάρα πολύ με αυτήν τη διαπίστωση. Όχι, για να μην νομίζουν μερικοί μερικοί ότι επειδή διαθέτουν μερικά εκατομμύρια δολάρια και καμιά ντουζίνα πετρελαιοπηγές είναι και άρχοντες του κόσμου. Η αρχοντιά είναι κρυμμένη στο μυαλό και στην καρδιά!
Μετά η κυρία Εύη μας έβαλε να ακούσουμε ένα τραγούδι. «Εξαιρετικά αφιερωμένο στην Παγκόσμια Ημέρα Αποταμίευσης 2016», μας είπε. Η φωνή της ήταν πιο σοβαρή απ’ ότι συνήθως και λίγο στενοχωρημένη. Αλλά τα μάτια της πετούσαν σπίθες όταν μας είπε την ιστορία που ζωγραφιζόταν μέσα σε αυτό το τραγούδι. Το έγραψε ένας πολύ σπουδαίος συνθέτης μας, ο Μίκης Θεοδωράκης. Μας έδειξε το μουσικό δίσκο, την «Όμορφη Πόλη», στον οποίο περιλαμβάνεται μαζί με άλλα υπέροχα τραγούδια. Και φυσικά μας το έβαλε να το ακούσουμε.
Ήταν μια φορά ένα παλικάρι τίμιο, θαρραλέο και άξιο, καμάρι των γονιών του. Μεγάλωσε, σπούδασε και όταν τελείωσε και το στρατιωτικό του, άρχισε να ψάχνει για δουλειά. Έψαχνε από εδώ, έψαχνε από εκεί, τίποτα. Δύσκολες εποχές στην Ελλάδα, τα χρήματα λίγα, οι άνθρωποι διστακτικοί. Όλους τους είχε γονατίσει αυτή η δύστροπη μάγισσα που την είπανε οικονομική κρίση. Είδε κι αποείδε κι αποφάσισε να ψάξει για δουλειά σε άλλους τόπους, μακριά από την πατρίδα του κι από τους αγαπημένους του ανθρώπους. Έβαλε τα απαραίτητα σε μια μικρή βαλίτσα και ξεκίνησε. Εκείνο το βράδυ το φεγγάρι έλαμπε σαν μαργαριταρένιο νυχάκι γίγαντα που αποξεχάστηκε και κοιμήθηκε στον ουρανό. Περπατούσε και το κοιτούσε μαγεμένος. Και δίχως να το καταλάβει, το παράπονό του έγινε τραγούδι κι από κάπου μακριά ένα μπουζουκάκι ακούστηκε να τον συνοδεύει μελαγχολικό.
Φεγγάρι μάγια μου ’κανες
και περπατώ στα ξένα
είναι το σπίτι ορφανό
αβάσταχτο το δειλινό
και τα βουνά κλαμένα.
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
ένα χελιδονάκι,
να πάει να χτίσει τη φωλιά
στου κήπου την κορομηλιά
δίπλα στο μπαλκονάκι.
Να πάει στη μάνα υπομονή
δεμένη στο μαντίλι
προικιά στην αδερφούλα μου
και στη γειτονοπούλα μου
γλυκό φιλί στα χείλη.
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί,
να πάει στη μάνα υπομονή.
Μετά η κυρία Εύη μας εξήγησε τι είναι τα “προικιά”, τι σημαίνει «ορφανό σπίτι», γιατί «κλαίνε τα βουνά», πως «δένεται η υπομονή στο μαντήλι» και κάθε πότε συμβαίνει να «στέλνει πουλιά ο ουρανός». Μας τα εξήγησε όλα τόσο παραμυθένια, που τα πιστέψαμε γι’ αληθινά. Μα πως το καταφέρνει αυτό το πράγμα κάθε φορά; Έλεγε, έλεγε κι εμείς σκεφτήκαμε ότι δεν μπορεί, αυτό το παλικάρι το γνωρίζει. Μπορεί να είναι ο αδερφός της, ο θείος της, ίσως ο μπαμπάς της. Ναι, μάλλον ο μπαμπάς της θα ήταν. Γιατί μια άλλη φορά μας είπε ότι δούλευε στα καράβια και όταν ήταν μικρή της έλειπε πολύ που πήγαινε στις ξένες χώρες. Και αυτό που ακούσαμε είναι «Το τραγούδι της ξενιτιάς»…
Αλλά μην νομίσετε ότι πέρασε στενόχωρα η μέρα μας με αυτό το θέμα και αυτό το τραγούδι. Κάθε άλλο! Και παίξαμε και γελάσαμε και δημιουργήσαμε με τα χεράκια μας μια πανέμορφη αφίσα. Και παίξαμε το παραμύθι του τραγουδιού. Γιατί η ζωή συνεχίζεται, πέρα και πάνω από κάθε εμπόδιο και δυσκολία. Με χρώματα και με τραγούδια και με παραμύθια. Γεμάτη θησαυρούς, δηλαδή. Από αυτούς που όλοι μπορούμε να αποταμιεύουμε, γιατί πάντα θα μας περισσεύουν!