Ενώ εσύ λικνιζόσουν με χαμόγελο τιτίβισμα
απ’ τη γη ως τον ουρανό κύμα σχεδιάζοντας
εγώ πλανάριζα με τις φτερούγες μου πισθάγκωνα
να κοινωνήσω τ’ όνειρό σου το αμίλητο
Το φεγγάρι ετοιμαζόταν να ανάψει τους σεπτούς φανούς
αποκαλύπτοντας και πάλι τα θεωρεία του σύμπαντος
Ένας μοναχικός ουρανοδρόμος πορευόταν στο καθήκον
νουθετώντας αθόρυβα τους ευαίσθητους στρωματοσωρείτες
Η αιώνια μητέρα συγύριζε τη φθινοπωρινή σκοτεινιά
τινάζοντας τη σκούπα της στα πεζοδρόμια των αγγέλων
Κι ως το ευκάλυπτο γεφύρι κλυδωνιζόταν απερίσκεπτα
ενώ έρεε ασυγκράτητο το νεφοπόταμο από πάνω του
μια σταγόνα του ξεφύτρωσε στα μάτια σου
για να ταϊσει το κρυφό μαργαριτάρι τους