Το 1922, ο «Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας», με πρόεδρο την Αύρα Θεοδωρακοπούλου, ίδρυσε το «Ίδρυμα Απόρων Κορασίδων η Εθνική Στέγη», με σκοπό τη στέγαση ορφανών κοριτσιών προσφύγων. Τα πρώτα χρόνια λειτούργησε στην Καλλιθέα, στις εγκαταστάσεις της Χαροκοπείου Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής Θηλέων. Αργότερα, στην προσφυγική περιοχή της τότε Κοινότητας Νέας Σμύρνης, παραχωρείται οικόπεδο στην οδό Βάρνης 1, στο οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των οδών «Αρτάκης, Στενημάχου, Βάρνης και Εθνικής Στέγης», στο οποίο ανεγέρθηκε κτήριο χάρη στο προσωπικό ενδιαφέρον που επέδειξε ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Το αρχικό κτήριο κτίστηκε με σχέδια και επίβλεψη των μηχανικών Σούλη και Κωνσταντινίδη, ενώ το 1938 προστέθηκε νέα πτέρυγα σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Π. Μανουηλίδη. Είναι ένα κτήριο με μεγάλο κήπο, που διαθέτει ευρύχωρες και φωτεινές αίθουσες. Η μεταφορά του ορφανοτροφείου στο κτήριο της Ν. Σμύρνης έγινε το Νοέμβριο του 1932. Διευθύντρια τότε ήταν η Άννα Παπαδημητρίου. Το 1934 στέγαζε 108 κορίτσια ηλικίας 7-15 ετών. Η Εθνική Στέγη λειτούργησε ως ορφανοτροφείο ως το 1988. Την τελευταία χρονιά που λειτούργησε, φιλοξενούσε 12 παιδιά. Όταν έπαψε να λειτουργεί ως ορφανοτροφείο, η χρήση του κτηρίου παραχωρήθηκε δωρεάν από το ομώνυμο φιλανθρωπικό σωματείο στο Δήμο Ν. Σμύρνης. Από τότε μέχρι σήμερα φιλοξενεί παιδικό σταθμό και στεγάζει πολιτιστικές δραστηριότητες του Δήμου.
Το κτήριο αυτό βρίσκεται στη γειτονιά μου. Μεγάλωσα πλάι του. Θυμάμαι ότι όταν πήγαινα δημοτικό περνούσαμε απέξω για να πάμε για εκκλησιασμό στην Αγία Φωτεινή ή για εκδρομή στο άλσος, μια ολόκληρη στρατιά παιδιά. Και προσπαθούσαμε να δούμε τα κορίτσια που έπαιζαν στον κήπο, πίσω από την ψηλή μάντρα. Κάθε Χριστούγεννα και κάθε Πάσχα συγκεντρώναμε με τους δασκάλους μας τρόφιμα, παιχνίδια και βιβλία για το ορφανοτροφείο. Ήθελα πάρα πολύ να μας αφήσουν να τους τα πάμε εμείς, τα παιδιά. Να περάσουμε αυτήν την πανύψηλη μάντρα και να μπούμε στο «άβατον». Έτσι μου φαινόταν τότε, γιατί ποτέ εμείς, τα υπόλοιπα παιδιά, τα τυχερά, που ζούσαμε με τους γονείς μας και είχαμε όλα τα καλά, δεν δρασκελίσαμε το κατώφλι του. Τα πράγματα που συγκεντρώναμε, τα βάζαμε σε μεγάλα πακέτα και τους τα πήγαιναν πάντα οι μεγάλοι. Οι δάσκαλοί μας, ή κάποιοι υπάλληλοι του Δήμου. Με το παιδικό μου μυαλό φανταζόμουν ότι αυτά τα κορίτσια εκεί μέσα είχαν κάτι το απαγορευμένο επάνω τους, κάτι που δεν έπρεπε εμείς οι απέξω να δούμε. Αυτό με γέμιζε λύπη και απογοήτευση. Αυτή η θεόρατη γκρίζα μάντρα είχε γίνει μέσα μου το όριο που χώριζε τον κανονικό κόσμο από έναν άλλο, λιγότερο προνομιούχο, μυστηριώδη και ίσως και επικίνδυνο. Απορούσα και θύμωνα μαζί. Κι αναρωτιόμουν τι θα γίνονταν όταν θα μεγάλωναν όλα αυτά τα μοναχικά, άτυχα κορίτσια. Που ήταν παιδιά, σαν κι εμένα, σαν κι εσένα…
Αυτές τις σκέψεις μου έφερε στο μυαλό το βιβλίο της Κατερίνας Τζαβάρα. Και με συγκίνησε πολύ. Γιατί, χωρίς να το ξέρει, άγγιξε ευαίσθητες χορδές της ψυχής μου, αναμόχλευσε παιδικά βιώματα, σκάλισε ίχνη από απουσίες, αγάπες ανεκπλήρωτες. Την ευχαριστώ γι’ αυτό. Για την αναπάντεχη υγρασία στα μάτια μου.
Σκέφτομαι συχνά ότι μου είναι όλο και πιο δύσκολο πλέον να πάρω ένα παιδικό βιβλίο στα χέρια μου και να συγκινηθώ αληθινά, αυθόρμητα. Ν’ αφήσω την ψυχή μου να το νιώσει και το θυμικό μου να τεθεί σε εγρήγορση και όχι να βάλω μπροστά το μυαλό για να σκεφθεί, να εκλογικεύσει, να αξιολογήσει, να αξιοποιήσει. Να προηγηθεί ως αναγνώστης ο παιδικός και όχι ο ενήλικος εαυτός μου. Γιατί άραγε; Ο ποιητής το έχει πει προ πολλού, ίσως θα πρέπει πάλι να το θυμηθούμε, να ακουμπήσουμε τον πολύτιμο ετούτο λόγο του πλάι στον καθρέφτη μας…
«…Γιατί καὶ τὸ τραγοῦδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
ποὺ σιγά-σιγὰ βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ
ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά…».
(Γιώργος Σεφέρης, Ένας γέροντας στην ακροποταμιά, απὸ τη Συλλογὴ «Ποιήματα», εκδόσεις Ίκαρος, 20η έκδοση, Αθήνα 2000).
Ίσως πάλι παρασυρόμαστε από τις επιταγές των καιρών που θέλουν τη ζωή μας και άρα και τη γραφή μας σύντομη, λιγόλογη, αστόλιστη και αφαιρετική, γιατί ο χρόνος στην καθημερινότητά μας δεν περισσεύει. Ή γιατί έτσι το διάβασμα γίνεται ευκολότερο και πιο κατανοητό και προσιτό σε περισσότερους. Συχνά διαβάζω βιβλία που μοιάζουν με καλογραμμένο διαφημιστικό μήνυμα ή με δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο, στοπ. Από την άλλη πλευρά είναι της μόδας, τάση της εποχής, η προσπάθεια να γίνουμε όλο και πιο ευρηματικοί, όλο και πιο πρωτότυποι, όλο και πιο εντυπωσιακοί και απροσδόκητοι στον τρόπο που αφηγούμαστε μια ιστορία. Και αρχίζουμε να υπονοούμε αντί να εννοούμε, να «φωνάζουμε» ή και να κομπάζουμε. Οι λέξεις μας γίνονται επιθετικές, ξεχύνονται να αρπάξουν τους αναγνώστες απ’ όπου μπορούν και να τους κάνουν οπαδούς τους. Οι λέξεις μας βγαίνουν στο κυνήγι της δημοτικότητας και των πωλήσεων, ξεχνώντας τον αληθινό σκοπό της ύπαρξής τους και το από πού κρατάει η σκούφια τους. Σαν μονομάχοι στην αρένα του επικοινωνιακού κυκλώνα, όπου η κοινωνία μας έχει αφεθεί έρμαιο, καθισμένη απερίσκεπτα, ηδονικά, ίσως και λίγο αδιάφορα ακριβώς στο μάτι του…
Αγάπησα με την πρώτη ανάγνωση την «Παπαρούνα της καρδιάς», επειδή δεν είναι ένα τέτοιο κείμενο. Είναι μία ήσυχη, τρυφερή εξομολόγηση αγαπημένων, ένα απαλό θρόισμα του αγέρα στις παρυφές του κοντινού δάσους, ζωογόνο για όλα τα πλάσματά του. Ένα ταπεινό μα τόσο απαραίτητο για τη ζωή αυλάκι νερό, σε φροντισμένο περιβόλι. Μια μελωδία που κουβεντιάζει σιγανά τις ιστορίες και τα βιώματα άλλων καιρών, που όλο νομίζουμε ότι παρήλθαν και όλο επανέρχονται, με αλλοτριωμένα ήθη και δραματικότερες συνθήκες ίσως, αλλά με τα ίδια, διαχρονικά γνώριμα συναισθήματα. Είναι ένα κείμενο που, χωρίς να στερείται τη φρεσκάδα της σύγχρονης γραφής, αποπνέει τη γλύκα, την άδολη αγάπη και την ωριμότητα της παλιάς. Ένα κείμενο που δεν σε μπουκώνει με την τρυφερότητά του. Απλά, γαλήνια, σε «ξεκλειδώνει». Για να επιτρέψεις στον εαυτό σου να τη νιώσει χωρίς λογοκρισία.
Το ορφανό κορίτσι της ιστορίας έχει ένα όνειρο, αλλά χωρίς φωνή. Ένα σποράκι στο χώμα, πλάι στο παγκάκι που κάθεται και ζωγραφίζει, μεγαλώνει μαζί του, το ίδιο αθόρυβα. Η ζωή τους μοιάζει να ξετυλίγεται χωρίς εκπλήξεις. Αλλά ένα αγόρι πίσω από το τζάμι θα αλλάξει τα δεδομένα. Και αυτό θα συμβεί επειδή θα προσπαθήσει να επικοινωνήσει με νου και με καρδιά…
Η Ρένια Μεταλληνού χάρισε στην «Παπαρούνα της καρδιάς» την εικονογράφηση που της ταίριαζε. Οι ζωγραφιές της, με τις αδρές, ξεκάθαρες γραμμές, έχουν κίνηση και μια απαλή ένταση που σε αιχμαλωτίζει. Η καθαρότητα των χρωμάτων στο τοπίο που κάθε φορά πλαισιώνει τα πρόσωπα και μοιάζει να αλλάζει παράλληλα με τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, δημιουργεί μια ευχάριστη οικειότητα. Σα να σε βάζει σε μια τρυφερή αγκαλιά. Τα μάτια ξεκουράζονται, η ψυχή γαληνεύει. Τα γήινα χρώματά της είναι πραγματικά υπέροχα. Τα πρόσωπα των παιδιών αθώα, ήμερα, παιδικά. Οι μικροί αναγνώστες θα γοητευθούν, οι μεγάλοι θα αναπολήσουν…
Η έκδοση φροντισμένη στο σύνολό της, συνοδεύεται από CD με μουσική της Ιόλης Ρώσσιου και αφήγηση από τη Μαριλένα Καββαδά. Ένα όμορφο βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από μικρούς και μεγάλους. Και αφού διαβαστεί, σίγουρα θα αγαπηθεί.
Κατερίνα Τζαβάρα, Η παπαρούνα της καρδιάς, εικονογράφηση: Ρένια Μεταλληνού, εκδόσεις βιβλιοδιάπλους, Θεσσαλονίκη, 2015