Ήθελα να σου πω για το φεγγάρι που απλώνει το χαλί του στη θάλασσα. Χαλί από κρυσταλλάκια κι αναθήματα βασιλικών τάφων. Ήθελα να σου πω για τη φιδίσια κίνηση του φωτός πάνω στο νερό, που στην πραγματικότητα είναι μια οφθαλμαπάτη. Το νερό κινείται και παρασέρνει το φωτεινό του ριχτάρι. Το φως απλά είναι. Το νερό κινείται. Η ύπαρξη κάνει την κίνηση εφικτή και η κίνηση κάνει την ύπαρξη φθαρτή. Και τα δύο κάνουν τη ζωή και το θάνατο, ζευγάρι αθάνατο.
Ήθελα να σου πω ότι όταν σε πρωτοείδα, αναρωτήθηκα όπως αναρωτιέται το αηδόνι: πως γίνεται να ζει κάποιος χωρίς να τραγουδά; Και μετά ξέχασα την ερώτηση. Ήθελα να σου πω ότι όταν σε ξαναείδα και μου μίλησες, έπαψα ν’ αναρωτιέμαι. Κόπηκα. Κατάλαβα πως εσύ δεν τραγουδάς, γιατί για σένα γράφονται τα τραγούδια. Και μετά ξέχασα την απάντηση. ‘Ετσι ανέβηκα στο Κάστρο και πήρα τα κλειδιά για να ξεκλειδώσω την Ευαγγελίστρια: χωρίς ερώτηση και χωρίς απάντηση. Άγραφη περγαμηνή η ψυχή μου, παρθένος σαν το νεογέννητο. Σαν να καθαρίστηκε από κάθε σημάδι, από κάθε λύπη, κάθε στεναγμό, κάθε θυμό και κάθε θύμηση. Για να έρθεις εσύ να χαράξεις τον καινούργιο κώδικα, τη νέα αρχή, τον έλικα και το μοσχομπίζελο, το παράπονο και την έξαψη. Για να διαβείς το κατώφλι μου σαν ιππότης και σαν πειρατής. Σαν ληστής και σαν άγιος. Μ’ όλα σου τα χρώματα και μ’ όλα σου τα σώματα. Αρματωμένος ως τα μάτια και γυμνός σαν πεφταστέρι. Όπως και να είσαι, όπως και να φαίνεσαι. Κι όπως θα ήθελες να είσαι.
Ήθελα να σου πω ότι με δάμασαν τα σαράντα κύματα μέχρι να σε συναντήσω. Ότι ξεπέζεψα από τον εαυτό μου χίλιες φορές και χίλιες φορές δεν το μετάνιωσα. Γιατί κάθε φορά η γη έφτιαχνε λάσπη και άλειφε τις πληγές μου. Και κάθε φορά ένα δελφίνι τιναζόταν και με ράντιζε θαλασσινή αλμύρα. Να καίγεται η πληγή και να δένει σημάδι. Επειδή ήξερε ότι εγώ πληγώθηκα από έρωτα για την αλήθεια. Ξέρεις, καλέ μου, τι είναι της αλήθειας ο έρωτας; Αυτή η ασημένια σκιά, το πετάρισμα στο σπηλιαράκι που φτιάχνει το φρύδι με τα βλέφαρά σου, όταν ανησυχείς και όταν πελαγώνεις. Αυτό το τρέμισμα στην αριστερή σου χούφτα, όταν τα πράγματα σκαλώνουν στα σκοτάδια.
Ήθελα να σου πω ότι τον ήξερα, όπως κι εσύ τον ξέρεις, της αλήθειας τον έρωτα. Κι αυτός με ξέρει, απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, γιατί αυτός με ζύμωσε. Κόντρα στην κόντρα, με το σκαλίδι και με το λιανοντούφεκο, με τη γραφίδα και με το σουγιά, με το κουπί και με το ονείρεμα, με το όχι και με το ναι, με το ποτέ και με το για πάντα. Ήθελα να σου πω ότι εγώ τον προσκάλεσα να το κάνει. Μπορούσα κι αλλιώς, αλλά ήθελα με αυτόν τον τρόπο. Δυνατά και απόλυτα. Όπως και εσύ.
Ήθελα να σου πω ότι δεν περιμένω πια το θαύμα. Μόνο μικρά, καθημερινά θαύματα, στο μπόι του ανθρώπου. Απ’ αυτά που κάνουν οι γυρολόγοι στις λαϊκές αγορές και τα περιπλανώμενα μπουλούκια στην επαρχία. Απ’ αυτά που πιτσιλάνε τη ζωή ρακόμελο και ώχρα, μοιράζουνε χαμόγελα και γίνονται καπνός στην επόμενη στάση. Απ’ αυτά που όλοι τα περιφρονούνε, μα κανείς ποτέ δεν τα αρνήθηκε. Θαύματα μικρά σαν το λουλούδισμα της βουκαμβίλιας και σαν την αντίσταση του βότσαλου στο αγριεμένο κύμα. Σαν το νεύμα της γιαγιάς που καλημερίζει γνωστούς και αγνώστους στο κεφαλόσκαλο και σαν το δίχτυ του ψαρά που βάφει κίτρινο το τσιμέντο στην προκυμαία. Τέτοια μικροθαύματα. Τόσο αυτονόητα όσο και ανεκτίμητα. Σαν το νερό το δροσερό μετά τον κάματο της μέρας. Σαν το φιλί το τρυφερό μετά το πάλεμα της νύχτας.
Ήθελα κι άλλα να σου πω, αλλά δεν ξέρω αν είναι η ώρα να τ’ ακούσεις. Έτσι κι αλλιώς ο δρόμος είναι ο δικός μας τρόπος. Ή μήπως και ο δικός μας τόπος; Το τελευταίο που θα σου πω πριν σιωπήσω, είναι ότι εκεί που τελειώνει η ευθύνη της τύχης αρχίζει η ευθύνη της θέλησης.