Χτες ήταν η μέρα της ομίχλης. Έζωσε το χωριό, άναψε τα τζάκια μέσα στην καρδιά του Αυγούστου, ύγρανε μάτια, δάχτυλα, σακάκια, στοχασμούς. Έκανε αφρόλουτρο ο Θεός με καυτό νερό κι οι ατμοί αγκάλιασαν τις κορυφογραμμές, τα διάσελα, τις ορδές των ελάτων, τα χαμολούλουδα, τα ζωηρά ζουζούνια, τ’ αγριόχορτα και τους γαιοσκώληκες.
Βάδιζε στα τυφλά. Μπήκε ολόκληρη μέσα στα σύννεφα, γέμισε σταγόνες από τα φιλιά τους. Δεν υπάρχει μοναξιά όταν αφήνεσαι να σ’ αρπάξει ο κόσμος, να σε παιδέψει, να σε χαρεί. Δεν υπάρχει θάνατος όταν κάθε στιγμή βιώνεις ξυπνήματα κι αποκοιμίσματα γύρω σου, πλάι σου κι εντός σου. Δεν υπάρχει αδιέξοδο όταν και για το πιο μικρό ανθάκι, κάθε μέρα, ξημερώνει μια άλλη μέρα.
Σήμερα ίππευσε για πρώτη φορά. Κράτα γερά το χαλινάρι και μίλα του γλυκά του Ψαρή. Ίσια το κορμί στην κατηφόρα, τα πέλματα στους αναβατήρες τεντωμένα, όπως όταν ανεβαίνεις μια τσουλήθρα ανάποδα. Οι μηροί κολλημένοι στα πλευρά του αλόγου. Για τροχασμό το χαλινάρι εναλλάξ δεξιά – αριστερά και ελαφριά πίεση των ποδιών στην κοιλιά του αλόγου. Στην ανηφόρα γέρνεις το σώμα προς τα εμπρός, να δώσεις ώθηση. Μη φοβάσαι, δεν πέφτεις.
Και τώρα, Άρτεμη, εσύ και ο στόχος. Στερέωσε το βέλος, δώσε στο τόξο ελαφριά κλίση προς τα πάνω κι αριστερά και τέντωσε τη χορδή κιαλάροντας ταυτόχρονα στο κέντρο. Μην το πολυζορίζεις, απαλά και με τη μία.
Κι όταν βρεις με το ποδήλατο στο δασικό, κράτα το τιμόνι γερά και σταθερά. Πετάλι δυνατά. Φρένο ποτέ απότομα. Απόφευγε τ’ αγκάθια, τις μυτερές πέτρες, τις νωπές λασπουριές. Ν’ ανασηκώνεις το κορμί όταν το πέρασμα είναι πολύ κακοτράχαλο. Στην άσφαλτο να προσέχεις τα καμιόνια τα φορτωμένα κορμούς. Τις ταχύτητες να τις αλλάζεις μία μία σκάλα και με το μαλακό.
Τη νύχτα άναψαν φωτιά στο Κόρπου και έψησαν λουκάνικα και μπριζόλες. Με ντομάτα, πατάτα βραστή, τυρί, ψωμί και μπύρες κάτω από έναν μαγικό ουρανό. Χνάρι αρκούδας, λαγό, σκαντζόχοιρο, κουκουβάγια και αλεπού συνάντησαν στο δρόμο τους. Ο Θοδωρής πήρε το δαυλό και τον εκσφενδόνισε στο διάστημα για να παραστήσει, λέει, το φλεγόμενο μετεωρίτη.
Τους τραγούδησε. Και δεν έλεγε να σταματήσει έτσι όπως την άκουγαν εκστατικοί, άνθρωποι, άνεμοι και ξωτικά.
Φεγγάρι ανέτειλε φτενό με σάρκα από οπάλι
κι έριξε μαύρη πετονιά στου κόσμου την αγκάλη.
Στη μια άκρα είχε για δόλωμα έρωτα σταμναγκάθι,
στην άλλη όλα της αυλής των δυνατών τα πάθη.
Ας ήταν σφιχτοπλέξουδη η πετονιά του σκάλα
σαν αίλουρος να τιναχτώ στα ύψη τα μεγάλα.
Να μη με πιάνει απόγνωση μ’ αυτά που αντικρύζω
όταν στα στενοσόκακα μονάχη σεργιανίζω.
Κι όταν γκρεμίζεται η καρδιά σ’ ολάχνιστο καμίνι
να την καθίζω στο σοφρά σεμνά να τρωγοπίνει.
Γιατί είναι αφρός στη θάλασσα, στην έρημο αντιλόπη
κι όταν τ’ αστέρια αυτοκτονούν σ’ αρχαίο ναό μετόπη.
Δεν έχει αγάπη να κρυφτεί, προσκέφαλο να γείρει
στον άνεμο σκορπίζεται σαν ανεμώνης γύρη.
Τη θέλει ο γιος του λιονταριού μα εκείνη δεν τον θέλει.
Κάλλιο στ’ αλάτι λεύτερη παρά δετή στο μέλι.
Κι αν έρθει εκείνη η στιγμή κι η ώρα η αγιασμένη
που δεν θα υπάρχει τίποτα για να το περιμένει,
δεν λαχταρά κάτι πολύ και δυνατό να γίνει
μόν’ στης λεβάντας τον ανθό δροσοσταλιά να μείνει.
Ελάτη, Αύγουστος 1995, στα λημέρια του Κόζιακα.