Σήμερα το γκρι έγινε μολυβί, το γαλάζιο μαβί, το πορτοκαλί σκούρο πορφυρό σαν αίμα καυτό. Δεν έχω λογισμούς σήμερα. Μόνο μια μακρόσυρτη, ταξιδιάρα λύπη, σπονδή στην Εκάτη για ό,τι μου λείπει. Στο κάστρο, στο ποτάμι, στο ρολόι, στην πλατεία, στις εκκλησιές που έχουν όλες τ’ όνομά σου, στο σταθμό, παντού όπου σταθώ, η απουσία σου είναι καταιγιστικά παρούσα. Και η ζωή μου επιδεικτικά απούσα. Πάλι θάνατοι με γυροφέρνουν. Σβούρα ο κόσμος, ίλιγγος που βαστάει όσο μια τζούρα κεχριμπαρένιο ρακί. Μιλιούνια φλόγες άναψαν τον ουρανό κι έτρεξαν οι άγγελοι πανικόβλητοι να πιάσουν θέση στη γη, να τη γεμίσουν, να την ξεχειλίσουν κροσσωτά φτερά, μήπως και απογειωθεί και πετάξει μακριά. Να γλυτώσει εκείνη τουλάχιστον.
Δωμάτιο 202. Ο πίνακας στον τοίχο έχει δυο παπαρούνες μέσα σ’ ένα μπλε βάζο. Έχω βουλιάξει στα μάτια σου κι οι ώρες έγιναν κορμοί δέντρων τσακισμένοι από ανεμπόδιστους κεραυνούς. Κόκκινο των ηφαιστείων στο αίμα μου, κόκκινο κοράλλι το φιλί σου και τ’ αρρώστησε το αίμα μου, το νέρωσε. Ροβολάει μια ανυπότακτη βροχή, το λασπώνει, το ξεθεώνει. Πονάω.
Πως θα γυρίσω πίσω; Μάθε με, βροχή, να επιστρέφω εκεί που δεν αντέχω. Ο Ποσειδώνας και ο Κρόνος μου πλημμύρισαν το χάρτη και δεν φαίνονται πουθενά πια φιλόξενες απανεμιές και λιμάνια αγκαλιές.
Που να γυρίσω; Πουθενά δεν είμαι ολόκληρη πια μακριά σου. Τόσα μάτια να σε σβαρνίζουν και να σε θέλουν κι εσύ να τα κοροϊδεύεις, να τ’ αγνοείς, είναι ύβρις, μάτια μου. Πολύ νωρίς για να φύγω, πολύ αργά για να μείνω.
Πέφτω μαζί με κάθε σταγόνα και γίνομαι λάσπη. Ανεβαίνω στον ουρανό μαζί με κάθε υδρατμό και γίνομαι σύννεφο. Κάποτε ήμουν βράχος, τώρα νερό και άνεμος και δεν στεριώνω πουθενά. Φεύγω συνέχεια να σε ψάξω, μα εσύ δεν ξαποσταίνεις όπως οι πολλοί στα εύκολα. Παίκτης είσαι, μου λες. Παίξε, λοιπόν. Λύσε και δέσε.
Αυτοεξορίστηκες, καρδιά μου, στη χώρα της σκοτοδίνης. Τελείωσε για μένα η εποχή της γαλήνης. Κι έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, μια λίμνη αγωνίας στρωμένη με νούφαρα οδυρμών. Κάθε νούφαρο κοιμίζει από ένα πουλί λιγωμένο από πεθυμιά.
Σκοτώνομαι να σ’ ακούσω. Να μη σ’ ακούσω πρέπει. Μετράω τα δευτερόλεπτα. Θα τηλεφωνήσεις; Κι αν τηλεφωνήσεις, θα πω «λάθος κάνετε» και θα στο κλείσω.
Εξαγριώνομαι. Στίγμα η αγάπη σου, με πήρε στο άντρο της, μ’ έβαλε στα σίδερα. Ντρέπομαι, κακίζω την αδυναμία μου. Μ’ έσυρες. Εμένα που δεν μ’ είχε ποτέ κανείς. Με χάλασες. Πεθαίνω να σ’ ακούσω. Μα διαλέγω να πεθάνω από την απουσία σου. Υπερρεαλιστικός θάνατος. Για να είναι η ήττα απόλυτη κι αμόλυντη. Για να μη σε χάσω αφού σε κέρδισα, αλλά πριν καν σε αποκτήσω.
Το δωμάτιο μυρίζει καφέ και μανταρίνι. Τα δάχτυλά μου μελάνι και καπνό. Η ψυχή μου αλάτι και πικραμύγδαλο. Μόνη μου είμαι. Μόνη. Μπροστά σ’ ένα αδέσποτο, πήλινο μέλλον. Γιατί ακόμη κι αν έρθει το καλύτερο, θα περάσει γρήγορα και θα φύγεις. Και δεν θα μου μείνει τίποτα για να κρατήσω. Ούτε τις στιγμές. Το τάχα αμέριμνο πετάρισμα των βλεφάρων σου επάνω στο μάγουλό μου. Την τηγανητή πατάτα όταν με τάιζες κι έτρωγες το μαυράδι που είχε ξεμείνει απ’ το καθάρισμα.
Πόσο χλωμό είσαι σήμερα, πρόσωπό μου. Πόσο εύκολα περνάς από τον αφρό στο βυθό. Από το λογικό στο παράλογο. Από το ήμερο στο παράφορο. Χαμαιλέοντας σωστός, που απ’ τα πολλά της παραλλαγής τα χρώματα έχασες το χρώμα σου το πρωταρχικό, την ταυτότητα, την αλήθεια σου. Δεν υπάρχει χώρος, χρόνος, πίστη για νέα κτισίματα. Δεν προσφέρεται το κατάλληλο υλικό.
Ζήσε τη στιγμή κι άσε το μέλλον για τους δυνατούς, τους θωρακισμένους. Η καλομοίρα έσπασε το ρόδι. Σπάσε με κι εσύ Έρωτα, ν’ αγιάσω. Κύλησα σε τραγούδια για μάτια και μαχαίρια, για θάλασσες κι αποχωρισμούς, για μαύρα ρούχα. Υπάρχεις στ’ αλήθεια, ψυχή μου; Σε κράτησα ποτέ στ’ αδέξιά μου χέρια; Σου μίλησα, άκουσα τη φωνή σου, γεύτηκα την ανάσα σου;
Πότε θα τελειώσει αυτό το τέλος; Ένας και μία κάνουν δύο, χωρισμένους στα δύο. Έβλεπα τις μονάδες να πέφτουν και μάζευα σταγόνα τη σταγόνα τη φωνή σου γελαστή, γεμάτη αγωνία, πειρακτική, επιθετική, τρεμάμενη, αποφασιστική, διερευνητική, τρυφερή, όλο σιγουριά, θυμωμένη, όπως και να ’χει λατρεμένη. Με σκορπάς. Αλλά αυτόν τον πόνο δεν τον αλλάζω μ’ όλες τις ισιάδες του κόσμου. Κι ας μην ξέρω αν αξίζεις τέτοια τυραννία, τόσο βασάνισμα. Αλλάζει φλούδα το δέντρο; Αλλάζει πετσί ο άνθρωπος; Μόνο τα πουλιά, τα φίδια, όσα πλάσματα τυχερά το ’χουν στη φτιάξη τους, στο γραφτό τους. Τους ανθρώπους δεν τους χορταίνεις. Τους ξεχνάς.
Ολόκληρη βδομάδα έφυγε και ούτε μια αράδα δεν έγραψα. Ξεφτιλίστηκα. Αδύνατο να συγκεντρωθώ. Σε ποιο πηγάδι να ρίξω τα μάτια μου να μη διψάνε εσένα; Από ποιο μποστάνι να τρυγήσω λωτούς και ρόδια και δαμάσκηνα να χορτάσω την πείνα μου για σένα; Γέμισε πίκρα ο κόσμος και φταίω εγώ που τον άφησα να γίνει όλος εσύ.
Ανοιχτή πληγή, με είπες. Από πού να κλέψω καινούργιες λέξεις να σου μιλήσω; Τρομάζω. Τι να σου πω; Μας ακούνε, θα προδοθώ. Τρομάζω έτσι που τη ζωή μου αδειάζω. Φόρεσα τα μάτια σου στα μάτια μου και τυφλωθήκαμε κι οι δυο. Εγώ να βλέπω μ’ εσένα κι εσύ μ’ εμένα. Θυμώνω που παίρνω τους δρόμους φλεγόμενη, ενώ χιονίζει και όλοι τουρτουρίζουν. Πουθενά δεν χωράω χώρια σου. Θυμώνω που όλο σε χρωστάω και ποτέ δεν ξεχρεώνω.
Ντρέπομαι. Με ξεγύμνωσες. Μ’ έσκαψες κι έφτασες στη ρίζα. Μ’ έφαγες κι έφτασες στο κουκούτσι. Εκεί που κι εγώ η ίδια όταν έφτανα έλεγα «ως εδώ και μη παρέκει». Φοβού το άβατον. Γιατί παρακάτω δεν αντέχεται. Άπατα νερά, σκοτεινά, επικίνδυνα, ανεξιχνίαστα. Δεν αντέχεται.
«Ζήσε το» λένε οι λίγοι. «Κόψε το μαχαίρι» λένε οι πολλοί. Δεν έχω αυτιά να τους ακούσω. Τ’ αυτιά μου ακούνε μονάχα τους ήχους τους δικούς σου. Δεν διαπραγματεύτηκε ποτέ κανείς τις αισθήσεις που τον εισάγουν στον κόσμο, την ίδια την αναπνοή του. Κανένας άνθρωπος γερός στην ψυχή, στο μυαλό, στο σώμα, δεν διαπραγματεύτηκε ποτέ το δικαίωμά του στην έκσταση. Κάθε σκαλοπάτι της είναι ρόδο μ’ αγκάθι. Πηγή και πληγή. Αλλά όσο κι αν το πολεμάς το ακατέργαστο φως, μ’ αυτό ζυμώθηκες απ’ την αρχή, μ’ αυτό σιγοψήνεσαι, απ’ αυτό θα φαγωθείς.
Καρβέλια στο Δείπνο το Μυστικό είμαστε. Με ψίχα και με κόρα. Μ’ αλεύρι, νερό, μαγιά, αλάτι. Άλλος πιο λίγο άλλος πιο πολύ. Κι όλοι θα φαγωθούμε. Θα μας κόψουν με τη μάχαιρα την άκαρδη οι τρανοί οικοδεσπότες, θα μας σερβίρουν. Θα μας γευτούν μακάριοι, τη μαυροδάφνη όταν κεραστούν. Κι εγώ θέλω να είμαι νόστιμη την ώρα εκείνη, να γεμίσω τον ουρανίσκο τους γεύση, τα στομάχια τους τέρψη. Θέλω να βρουν να πάρουν από μένα. Να το χαρούν και να με προσφέρουν και παραδίπλα. Για να είναι γλυκύτερη η επόμενη ζύμη, καλύτερο το επόμενο καρβέλι.
Σου φαίνεται παράξενο, μα μου χάρισες τον ουρανό, την αντανάκλαση της επόμενης ενσάρκωσής μου. Είσαι η ζωντανή απόδειξη του μετά μου, η πραγματικότητα της ουτοπίας μου, το απαύγασμα του ονείρου μου. Η ιδέα μου για τον κόσμο σε συσκευασία ανθρώπινη. Η φοβερή αυτή σύνθεση της θέλησης με τη μπόρεση αυτοπροσώπως, που πάντα φοβόμουν ότι δεν υπάρχει παρά μόνο στο εφηβικό κεφάλι μου. Μετά από αυτό ποιος θα επέστρεφε στην παλιά ζωή του, στην ασφάλεια τη δήθεν, στην τάξη την υποτιθέμενη; Ποιος; Ποιος γεύτηκε ποτέ τη σοκολάτα και συνέχισε να λέει και να καμώνεται πως δεν υπάρχουν σοκολάτες στον κόσμο; Ποιος; Όσο κι αν πονάει, ποιος;
Μου λείπεις εντελώς. Και νιώθω σαν αυτοκόλλητο που το ξεκόλλησαν από τη βάση του αλλά δεν το κόλλησαν πουθενά. Και το σέρνει στα σοκάκια ο άνεμος, μέχρι που να του φύγει εντελώς η κόλλα, να γεμίσει σκόνες και σκουπιδάκια και να μην μπορεί πια να ξανακολλήσει πουθενά.
Μου λείπει η αγκαλιά σου. Να κοιμηθώ, να ξεκουραστώ. Να αφεθώ. Γιατί εκεί μέσα δεν χρειάζεται να πολεμήσω, δεν με νοιάζει να χάσω ή να νικήσω. Εκεί μέσα το μόνο πράγμα που έχω να κάνω είναι να ζήσω.
Δεν θέλω να σ’ αφήσω να μ’ αφήσεις. Να γυρίσεις εσύ στο βορρά σου κι εγώ στο νότο μου. Ας γινόταν να ξεμείνουμε για λίγο στη μέση της διαδρομής, ακόμη κι αν εκεί εδρεύει απύθμενο το μάτι του κυκλώνα. Όχι για να σε χορτάσω, όχι. Μόνο για να σε κοιτάζω, όπως τώρα, απ’ τη γωνιά μου, να κοιμάσαι και ίσως να ονειρεύεσαι.
Ο καφές πλάι μου πάγωσε. Τον μελετάω, που λέει κι η μάνα. Θα ήθελα να περπατήσω μοναχή, μα πιο πολύ μ’ αρέσει η ανάσα σου, αυτή, του ύπνου. Όλες οι ανάσες σου μ’ αρέσουν. Και φοβάμαι πως θα με δέσουν.
Οι άνθρωποι είναι πλασμένοι από πόνο και παρελθόν.