Ξύπνησε με τον γνώριμο κόμπο στο λαιμό. Αξημέρωτα, όπως κάθε μέρα. Η οροφή έσταζε «πρέπει» και στο μαξιλάρι της ένα μικροσκοπικό, σταχτί πούπουλο, σκαλωμένο στο στρίφωμα, έγραφε «θέλω». Οι γρίλιες του παντζουριού γέμιζαν σταδιακά αιχμηρές λάμες φωτός. Η μέρα ανυπομονούσε να εισβάλει.
Σηκώθηκε και τράβηξε τις ασφάλειες, άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Δυο αποξεχασμένα κοτσύφια πέταξαν στη λεμονιά του γείτονα τρομαγμένα. Είχε σκορπίσει ψίχουλα χτες στο μπαλκόνι και κολάτσιζαν αμέριμνα.
Η αυγή δεν ήταν ροδοδάχτυλη. Ξερακιανή, ηλιοκαμένη, φορούσε μια παλιομοδίτικη μακριά νυχτικιά, σαν κελεμπία βεδουϊνου, που κολλούσε επάνω της από την υγρασία. Έκλεισε απότομα την μπαλκονόπορτα, να μην προλάβει να χωθεί στην κρεβατοκάμαρα κι αρχίσουν να κολλάνε τα πατώματα.
Πήγε στο λουτρό, έριξε νερό στο πρόσωπό της. Το νερό μόνο που δεν κόχλαζε. Αφού ακόμη και η Γροιλανδία λιώνει, τι περιμένεις. Η Μεσόγειος, απλά θα καεί, σκέφτηκε καθώς μάζευε ψηλά τα μαλλιά της. Όλα ψηλά, τραβηγμένα σφιχτά, κότσο. Σαν αυτόν που παιδούλα έβλεπε τη συχωρεμένη τη γιαγιά της στο χωριό να φτιάχνει κάθε ξημέρωμα. Χρησιμοποιώντας άπειρες μαύρες φουρκέτες, για να τιθασεύσει και την πιο άστατη τούφα. Κοιτάχτηκε πάλι στον καθρέφτη. Θαμπάδα και υγρασία κι εδώ.
Έριξε πάλι νερό με τις φούχτες στο πρόσωπό της. Η μπροστινή φράντζα πάντα την παίδευε. Να μην τα κοντύνουμε πολύ μπροστά. Να πέφτουν ασύμμετρα στα μάτια. Έτσι είναι της μόδας, επέμενε η κομμώτρια. Όμως εκείνην αυτή η μόδα την άφηνε αδιάφορη. Έκανε το χατίρι στην κομμώτρια, αλλά ένιωθε σκοτεινό το μέτωπό της, βαριά τα μάτια της. Η ριχτή σαν παραπέτασμα φράντζα την κούραζε κάθε φορά που έσκυβε για να κάνει μια δουλειά. Να γράψει, να διαβάσει, να μαγειρέψει, να σκουπίσει, να σφουγγαρίσει, ν’ απλώσει τη μπουγάδα, να συγυρίσει, να σηκώσει και να μεταφέρει τις τσάντες με τα ψώνια. Δεν υπάρχει δουλειά που δεν απαιτεί να σκύψεις, έστω και λίγο, για να την κάνεις καλά, συλλογίστηκε. Σκυφτοί υπηρετούμε το καθήκον, κακά τα ψέματα. Περηφάνιες και θεωρίες. Αυτά είναι για τους καλοζωισμένους. Μα πόσοι είναι αυτοί; Οι πιο πολλοί σκυφτοί πορευόμαστε στο αγώι της ζωής μας. Σκυφτοί και άχαροι. Σκυφτός δεν μπορείς, δεν γίνεται να είσαι χαριτωμένος…
Αφόρητη η ζέστη σήμερα. Έσκυψε το κεφάλι μέσα στη μπανιέρα και άνοιξε το ντους. Τουλάχιστον να έλουζε τα μαλλιά της, να δροσιζόταν. Το νερό, σχεδόν βραστό, χωρίς ν’ ανάψει το θερμοσίφωνα. Φρόντισε γι’ αυτό ο καυτός ήλιος στην Αττική, αρχές του Αυγούστου. Τα τύλιξε με μια πετσέτα και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει πρωινά. Στον καθένα το δικό του. Άλλος έχει ζάχαρο, άλλος χοληστερίνη, άλλη βρίσκεται στην εμμηνόπαυση και άλλος στην ανάπτυξη. Απ’ όλα έχει ο μπαξές και όλα πρέπει να τα νοιαστεί.
Έσκυψε να πιάσει το καρπούζι δίπλα από το ψυγείο. Λύθηκε η πετσέτα, έπεσε η φράντζα, το παραπέτασμα στα μάτια της. Ανασηκώθηκε, τα ξανατύλιξε. Κοντοστάθηκε λίγο. Τα άφησε βρεμένα στην πλάτη της. Το μάτι της πήρε ένα κόκκινο αεροπλανάκι πλάι στο αριστερό πόδι του τραπεζιού. Έσκυψε να το πιάσει, μην το πατήσει κανένας κι απογειωθεί. Η πετσέτα λύθηκε ξανά. Η φράντζα, το παραπέτασμα, πάλι στα μάτια της.
Πήγε με γρήγορο βήμα στο γραφείο της και φόρεσε τα γυαλιά της. Επέστρεψε στην κουζίνα κρατώντας το βρεμένο παραπέτασμα με το ένα χέρι στο πλάι, για να μη σκεπάζει τα γυαλιά μπροστά στα μάτια της. Με το άλλο κράτησε τη μέση της ελαφριά και έσκυψε με προσοχή, έτσι όπως της είχε δείξει ο ορθοπεδικός, για να μην πιάνεται. Και τότε είδε. Το κόκκινο αεροπλανάκι πλάι στο αριστερό πόδι του τραπεζιού. Ένα κεράσι κάτω από μία από τις καρέκλες του. Τη βίδα από το μηχανισμό του ντουλαπιού που φύλαγαν τα τρόφιμα. Είχε λασκάρει και είχε φύγει από τη θέση της. Γι’ αυτό το ντουλάπι δεν έκλεινε πλέον ερμητικά. Να, η εξήγηση. Μια ξεραμένη τηγανητή πατάτα. Ένα φυλλαράκι από την ελιά που έχει φυτεμένη στη μεγάλη γλάστρα, στο μπαλκόνι. Θα το έστειλε μέσα ο άτσαλος βοριάς, προχθές που φυσούσε και είχαν ανοιχτές τις μπαλκονόπορτες. Το μολυβάκι από το μαγνητικό σημειωματάριο που είχε κολλημένο στην πόρτα του ψυγείου για τα πρόχειρα μηνύματα. Εδώ ήταν, λοιπόν, και το γύρευε τόσες μέρες. Ψίχουλα από τα σοκολατένια μπισκότα που αγαπούν το παιδί και ο άντρας της. Την άκρη μιας χρησιμοποιημένης χαρτοπετσέτας με μεγάλα κίτρινα αστέρια.
Ανασηκώθηκε αργά. Από τον υπολογιστή της, που ήταν μόνιμα σχεδόν κολλημένος στο Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΤ, ακουγόταν η «Ρεζεντά». Άφησε να χέρια της να πέσουν. Μαζί τους και το παραπέτασμα στα μάτια της. Άκουσε ακίνητη όλο το τραγούδι. Μετά, περπάτησε μέχρι το δωμάτιο του παιδιού με τα μάτια κλειστά, το παραπέτασμα να τα καλύπτει και τα χέρια ελαφρώς προτεταμένα, όπως οι τυφλοί. Ψαχούλεψε το τραπέζι όπου έκανε ο μικρός τα μαθήματά του. Ψηλάφισε μολύβια, πινέλα, γόμες, σβούρες, σφυρίχτρες, ξύστρες. Στο τέλος βρήκε αυτό που έψαχνε.
Κατευθύνθηκε με τον ίδιο τρόπο στο λουτρό. Έβαλε το κεφάλι της κάτω από τη βρύση. Άνοιξε τα μάτια. Πήρε τη χτένα του άντρα της. Χτένισε τη φράντζα, το παραπέτασμα επίμονα, σχολαστικά. Το ίσιωσε μπροστά στα μάτια της καλά. Το έπιασε με το αριστερό της χέρι και το κράτησε σταθερά. Κράτησε αποφασιστικά με το δεξί της χέρι το ψαλίδι χαρτοκοπτικής του παιδιού.
Χρατς, χρατς, χρατς. Χτένισε, κράτησε, έκοψε. Τρεις φορές απανωτά. Σταθερά, προσεκτικά, αποφασιστικά. Η φράντζα, το παραπέτασμα έπεσε μέσα στο νεροχύτη. Πήρε χαρτί υγείας, το περιμάζεψε, το πέταξε στο καλαθάκι των αχρήστων. Καθάρισε, απολύμανε το ψαλίδι του παιδιού με οινόπνευμα. Ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Αναγνώρισε το μέτωπό της, ελεύθερο πια, τα μάτια της. Της φάνηκαν πιο μεγάλα αυτή τη φορά, πιο μελαγχολικά. Σαν καϊκια αποσυρμένα στο καρνάγιο, που δεν σηκώνουν άλλο καλαφάτισμα, άλλη φρέσκια μπογιά για να καλύψει τη φθορά στα ύφαλα. Μέτωπο και μάτια της θύμισαν, ωστόσο, και κάποια άλλη, γνώριμη από παλιά.
Σιγοψιθυρίζοντας τη «Ρεζεντά», επέστρεψε στην κουζίνα για να αποτελειώσει τα πρωινά της οικογένειας. Και καθώς έπιασε το μαχαίρι για να κόψει το καρπούζι, της ήρθε στο μυαλό η ιστορία με τον Μέγα Αλέξανδρο και το Γόρδιο Δεσμό. Που τη θυμήθηκε τώρα…Ίσως επειδή οι κόμποι οι αξεδιάλυτοι, οι σφιχτοί, δεν λύνονται. Μονάχα κόβονται. Και οι μακριές φράντζες, τα παραπετάσματα στα μάτια, δεν γίνεται να συμμαζευτούν. Μονάχα αφαιρούνται. Και πάει καλιά της και η μόδα και τα καλά της. Χρατς.
Ο πίνακας είναι του Αμεντέο Μοντιλιάνι.