Ήξερα ότι θα περιμένεις. Άκαμπτη, ευθυτενής, μια λευκή πέτρινη χάντρα στο υδάτινο περιδέραιο της πόλης – νύμφης. Δεν θα εγκατέλειπες εύκολα, όπως κάθε ύπαρξη που έχει ρίζες ποντισμένες αναπόδραστα στο παρελθόν. Όπως κάθε ύπαρξη που είναι τόσο γνήσια και ακατέργαστη, ώστε το όποιο μέλλον δεν την ρυτιδώνει. Πλαισιωμένη από φτερουγίσματα, κυματισμούς και ιριδισμούς. Λιτή και αψεγάδιαστη σα νεογέννητο πριν το φασκιώσουν με τα σπάργανα της ανθρωπινότητας. Με μάτια που ζέχνουν αλισάχνη κι ακούραστες πλατανοφυλλωσιές, με ώμους ορθοστάτες καμπυλωτούς σαν αυτοδίδακτες βουνοκορφές.
Ήξερα ότι θα περιμένεις. Τι να στοχαζόσουν, άραγε, τηρώντας τα δέοντα μέσα στην κοσμοχαλασιά; Με τους ικέτες να συνταχθείς ή με τους επαΐοντες; Στον κοντυλοφόρο να προσπέσεις ή στο γιαταγάνι; Τη Φροσύνη να θρηνήσεις με τις γερόντισσες ή ζερβά στη Δέσπω, αρματωμένη ως τα μπούνια, να ξεσηκωθείς; Κι αυτό το πρόσωπό σου, το λαξευμένο στη λευκότητα, με τους λεπτεπίλεπτους γωνιώδεις αντικατοπτρισμούς, πότε αφήνεται να συσπαστεί; Ποια είναι η στιγμή η ιερή που ολοφύρεται; Πότε γονυπετεί στην παντοδυναμία του έρωτα; Συμβαίνει κάποτε εκστασιασμένο ν’ απορεί για κάθε πληγή που από θαύμα απροσδόκητο ιάθηκε; Ποια αξεπέραστα εδάφια μνημονεύει υπό τη σκέπη του γαλακτοθρεμμένου φεγγαριού;
Μου έλεγαν μην πας σ’ αυτήν, θα σε μαγέψει, είναι ξωθιά. Θ’ απομείνεις άλαλος και άβουλος στο λίκνο της υποταγής. Θα έχεις μπράτσα μόνο για μια αγκαλιά και στο κορμί σου θα φωλεύουν τα νερόφιδα. Δεν θα θυμάσαι άλλη πεμπτουσία πια, ούτε και θα νοσταλγείς. Τα βήματά σου θα ιχνογραφούν μονόδρομους. Θα σου ρουφήξει την καρδιά, είναι μια μάγισσα. Από τα έγκατα της γης κρατά το σόι της. Αν την αγγίξεις, ανήμπορος και πλάνης θα καταστραφείς.
Τους άφησα να κόπτονται και να μοιρολογούν. Ήξερα ότι θα περίμενες. Ήξερα ότι θα περίμενες να ξέρω τι σημαίνει αυτή η αναμονή. Και ήρθα μπροστά σου απόλυτα αφτιασίδωτος, για να μη λαθέψεις ούτε εκατοστό. Να φαίνεται ξεκάθαρα που πρέπει να σημαδέψει το καλέμι, που πρέπει να χτυπήσει το σφυρί. Γιατί δεν πας ομορφοστολισμένος και ασπιδοφόρος να ενωθείς. Δεν κατέχει από προϋπολογισμούς και αναμετρήσεις η κοσμολογία της ένωσης. Παράδοση είναι. Και μόνο όποιος βυθίζεται άοπλος στην καταλλαγή ενώνεται. Μόνο όποιος αντέχει να εγκαταλειφθεί δίχως όρους στο απέραντο, μετουσιώνεται.
Δεν περιμένεις πια, δεν ελπίζω πια. Είμαστε εκεί. Το ένα και αδιαίρετο Μαζί. Υδάτινοι, χερσαίοι κι επουράνιοι σηματωροί. Και πλάι μας, ένα παιδί τολμά να παίξει, να γελάσει, να κρυφτεί. Και πάλι να φανερωθεί. Υπάρχει καλύτερη ανταμοιβή από αυτή;