Βάδιζε ενάντια στο ρεύμα του ποταμού, ούτε που θυμάται για πόσο καιρό. Είχε διαλέξει την όχθη την αριστερή και ήταν δύσβατα τα περάσματα. Κάτω από τα πέλματά του ένας ολόκληρος κόσμος γεννοβολούσε. Ρίζωμα, σπορά, άνθιση, ανάπτυξη, καρποφορία, μαρασμός, σήψη, κοπριά. Από την αρχή προς το τέλος και από το τέλος προς την αρχή, ακατάπαυστα. Μύριζε γλίτσα και υγρασία εκεί, στα περίτεχνα ανάκτορα του κάστορα. Εκεί, στη γειτονιά με το ανεπαίσθητο σύρσιμο της βίδρας στις καλαμιές, την απαλή πλεύση του νερόφιδου, τον κοασμό των βατράχων. Σειόταν και λυγιόταν η λιμναία ένδυση σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου, σφιχταγκαλιασμένη με πέτρες του γλυκού νερού. Σκληράδα και μετάξι μαζί. Σμάρια πλατανόφυλλα ραχάτευαν στην ακύμαντη επιφάνεια. Γλιστρούσαν ανέμελα, πότε ολοκληρώνοντας τον κυκλικό χορό, πότε ξαποσταίνοντας στις όχθες. Χιλιάδες έντομα τρυγούσαν και αφήνονταν να τρυγηθούν. Η βλάστηση οργιαστική, μέσα και έξω από το νερό. Ο ουρανός στοχαστικός, ηγεμονικός, επάνω και κάτω από το νερό. Η Λερναία Ύδρα υπήρξε πλάσμα παρεξηγημένο τελικά. Δεν ήταν τέρας επειδή διέθετε εννιά κεφάλια και μπόλικο δηλητήριο. Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική. Για να επιβιώσει στα υδάτινα λημέρια της ένα κεφάλι δεν ήταν αρκετό.
Όταν έφτασε στις πηγές του ποταμού κι αντίκρισε τη λίμνη τους, έναν υπέροχο νερένιο κύκλο σαν κόρη θεϊκού ματιού, σκέφτηκε πως η ομορφιά που φαίνεται ποτέ δεν είναι η πιο ελκυστική. Γιατί στην ομορφιά που δεν φαίνεται κρύβεται το άπιαστο. Και σαν μπερδεύονται τα μέσα με τα έξω, τα επάνω με τα κάτω, οι καθρέφτες δείχνουν θεάσεις διφορούμενες. Κάθε όψη τους και χρησμός. Ίσως γι’ αυτό κάπου κοντά στις πηγές της ιερότητας, βρίσκεται πάντα και μια Δωδώνη.
Περιηγήθηκε τις όχθες της λίμνης, ιχνηλατώντας δίχως βιασύνη τον κύκλο της. Σαν τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του. Σαν τον άνθρωπο που δοκιμάζει να ξεψαχνίσει τη γενιά του. Κι ύστερα στάθηκε για λίγο στη νεροτριβή. Παρακολούθησε την πλύση, το άπλωμα, το στέγνωμα. Το μύλο που όλα τα νερά αλέθει. Που αρπάζει στο άπληστο στομάχι του τα λερά και σου τα επιστρέφει πίσω σαν καινούργια, παστρικά.
Πλύνε στύψε άπλωσε στέγνωσε φόρα. Προχώρα ίδρωσε λέρωσε βγάλε. Και πάλι από την αρχή. Ακατάπαυστα.
Σαν το νερό κυλάει η ζωή. Ακόμη δεν δροσίστηκες εσύ;
Υστερόγραφο πρώτο:
“…τα πάντα ρει, δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης, αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μηδέποτε το αυτό μένειν…“.
Ηράκλειτος
Υστερόγραφο δεύτερο:
«…Διαβάτη, είναι τα ίχνη σου ο δρόμος και τίποτα παραπάνω, διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος, το δρόμο τον φτιάχνεις περπατώντας. Περπατώντας τον φτιάχνεις το δρόμο και μόλις γυρίσεις το βλέμμα πίσω βλέπεις το μονοπάτι που ποτέ δε θα ξαναπατήσεις…».
Αντόνιο Ματσάδο, Ισπανός ποιητής
Παραγγελιά
Άλλοι μεθούν με το κρασί,
άλλοι με το ρακάκι
κι εγώ η αλαφροΐσκιωτη
με καθαρό νεράκι.
Σαν είσαι πότης μερακλής,
σαν είσαι αναστενάρης,
μην το νεράκι μου το πιεις,
μόνο να το τρατάρεις.
Να πιούν τα ελάφια του βουνού,
της θάλασσας τα κρίνα,
να πιει κι η τραγουδισταρού,
η πετροκαρδερίνα.
Κι αν αποσώσουν το νερό
και στάλα άλλη δε μείνει,
μην πεις πως πάει, απόθανε
η νερομάνα, η κρήνη.
Γιατί είναι, φως μου, ο ουρανός
αθάνατο ποτάμι
κι όταν θαρρείς πως στέρεψε,
σου πλημμυρά το ντάμι.
Γρίκα πως μόνο ο άνθρωπος
πίστη ολίγη έχει.
Του παραγγέλνουν οι θεοί
κι εκείνος πέρα βρέχει.