Ένα ποτάμι είν’ η ζωή
στα σπάργανα της μέρας
κι εμείς τα πλατανόφυλλα
που τα φυσά ο αγέρας.
Άλλοτε πίσω στις πηγές
μας παίρνει και μας πάει
κι άλλοτε προς τις εκβολές
με βιάση μας κυλάει.
Συχνά πυκνά σκαλώνουμε
στις όχθες μαραμένοι.
Μες στις πυκνές τις καλαμιές,
τι να μας περιμένει;
Κάποιες φορές ρεμβάζουμε
τα έναστρα ουράνια.
Λιγάκι αποξεχνιόμαστε
στης θαλπωρής τα χάνια.
Μετά πάλι αφηνόμαστε
στον ρου κι όπου μας βγάλει.
Μα πάντα ονειρευόμαστε
του Έρωτα το μαγκάλι.
Και πότε με τη Δήμητρα
και πότε με τον Άδη,
μια με το φως οδεύουμε
και μια με το σκοτάδι.
Τι ν’ απομένει, άραγε,
από το πέρασμά μας;
Ίσως η τρίλια του αηδονιού
στα φύλλα της καρδιάς μας.
Ίσως ένα χαμόγελο,
μια παιδική παλάμη
στου ποταμού Αχέροντα
το κρουσταλλένιο χράμι.
Κι αν λιγουλάκι το θαρρείς
και λες σιγά το πράγμα,
μάθε στ’ απερινόητα
πως κρύβεται το θαύμα.
“…τα πάντα ρει, δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης, αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μηδέποτε το αυτό μένειν”. (Ηράκλειτος)