Μ’ άφησαν μόνη σήμερα.
Με κλείδωσαν σε μια κρύα, σκοτεινή αίθουσα για όλο το Σαββατοκύριακο. Ούτε που σκέφτηκαν να μ’ αδειάσουν να ξελαφρώσω μια σταλιά, να πάρω αέρα. Να θυμηθώ την ελκυστική σιλουέτα μου, αυτήν που εμφανίζεται πλέον μόνο στις εκδρομές. Μπουκωμένη με φωτοτυπίες και φυλλάδες μ’ εγκατέλειψαν.
Νομίζουν ότι έτσι θα ξεγελάσουν το Νικόλα, τη μεγάλη του αδερφή, τη μαμά του, τον μπαμπά του, τη γιαγιά και τον παππού του. Ότι θα τους κάνουν να πιστέψουν πως το σχολείο έγινε ως εκ θαύματος λιγότερο απειλητικό και απαιτητικό για την καθημερινότητά τους. Λες κι αυτό εξαρτάται απ’ το αν θα κλειδώσουν εμένα μια Παρασκευή κάθε μήνα σε μια κρύα, σχολική αίθουσα. Λες και όλοι αυτοί που φταίνε επειδή το σχολείο κατέληξε να γίνει ένας μπαμπούλας κι ένας βραχνάς για την ελληνική οικογένεια, θα πάψουν να φταίνε επειδή τιμώρησαν εμένα.
Αλλά εγώ θυμάμαι πολύ καλά τις ιστορίες και τις παροιμίες που λέει η γιαγιά του στο Νικόλα, όταν τον παίρνει από το σχολείο τα μεσημέρια, αφού και οι δύο του γονείς παλεύουν για την επιβίωση. Καθώς με σέρνει όσο πιο απαλά μπορεί, έτσι ασήκωτη που είμαι, για να μην ξεσηκώσουν τη γειτονιά τα φθαρμένα μου ροδάκια (ροβολάνε θρασύτατα είναι η αλήθεια πάνω στην ξεχαρβαλωμένη άσφαλτο), την ακούω που του ψιθυρίζει:
«Φταίει ο γάιδαρος, Νικόλα μου, και δέρνουν το σαμάρι».
Θυμάμαι και τα λόγια του μπαμπά του Νικόλα, που όταν διάβασε την υπουργική απόφαση που ανήγγειλε την τιμωρία μου, μονολόγησε πικρά:
«Στρουθοκαμηλίζουμε αφόρητα πλέον ως χώρα. Κι όπως πάντα την πληρώνει η παιδεία».
Αμέσως έτρεξα και άνοιξα ένα λεξικό για να καταλάβω που έφταιξε η καημένη η στρουθοκάμηλος και τι πληρώνει η παιδεία. Κράτησα και σημειώσεις για να ρωτήσω τη δασκάλα του Νικόλα τη Δευτέρα το πρωί. Αλλά πολύ φοβάμαι ότι επειδή αυτή η ερώτηση είναι εκτός της διδακτέας ύλης, δεν θα ξέρει ή δεν θα θέλει να μου απαντήσει…
Θυμάμαι και τον παππού του Νικόλα, παλαίμαχο ναυτικό, που συμπλήρωσε τον μπαμπά του, κουνώντας το κεφάλι απογοητευμένος:
«Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν».
Βαρκούλες είπε ο παππούς ο ναυτικός και τα φερμουάρ μου ανοιγόκλεισαν θριαμβευτικά, γιατί βρήκα πώς θα απαλλαγώ από τις αμέτρητες βαρετές φωτοτυπίες. Βαρκούλες θα τις κάνω, είδα προχθές το Νικόλα που έφτιαχνε χάρτινες βαρκούλες με τα άλλα πρωτάκια στο διάλειμμα και κάτι κουτσοέμαθα. Βαρκούλες κι αεροπλανάκια. Θα παρακολουθήσω και την αδερφή του που μαθαίνει τη μέθοδο origami στη δημιουργική απασχόληση και θα πάρω ιδέες. Θα δανειστώ και τα χρώματα της μαμάς του που στο λιγοστό ελεύθερο χρόνο της ζωγραφίζει για να χαλαρώνει και θα τα βάψω όλα πολύχρωμα. Και τις βαρκούλες και τ’ αεροπλανάκια και τους τοίχους και τα θρανία και τις καρέκλες και τα πατώματα εδώ μέσα. Και το προαύλιο και τα κάγκελα και τα σκαλοπάτια και τις τούρκικες τουαλέτες. Ως και τα ταβάνια θα βάψω γαλάζια με άσπρα συννεφάκια και παραδείσια πουλιά και μπουκαμβίλιες φλογάτες και αερόστατα σαν ουράνια τόξα. Γιατί πνίγονται τα καημένα τα παιδιά μέσα σε όλα αυτά τα κακοτυπωμένα, ανούσια χαρτιά. Ασφυκτιούν σαν πιόνια μέσα σε άχρωμους τοίχους με μαυρόασπρες υποχρεώσεις, σκυθρωπούς αξιωματικούς και γκρίζα άλογα. Σ’ ένα μαυρόασπρο μάθημα που τα ξεμαθαίνει να χαμογελούν. Στο σχολείο σκακιέρα όπου υποχρεώνονται να «χτίσουν» τη μαθητική τους καριέρα.
Μ’ άφησαν μόνη σήμερα.
Με κλείδωσαν σε μια κρύα, σκοτεινή αίθουσα για όλο το Σαββατοκύριακο. Αλλά εγώ σκέφτομαι και γράφω…Εσείς τι κάνετε;
Μετά τιμής,
η σχολική τσάντα του Νικόλα.
Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από τον Konstantinos Christoforidis στο “Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεόδωρος Παπαγιάννης”, στο Ελληνικό Ιωαννίνων.