Όλα άρχισαν από ένα κουκουνάρι. Ένα κουκουνάρι που βρέθηκε στο προαύλιο και τα παιδιά σκέφτηκαν να παίξουν μαζί του. Όταν κάποιος το πέταξε πολύ ψηλά και άτσαλα και έπεσε στο προαύλιο του διπλανού δημοτικού, άρχισαν τα παράπονα και οι τσακωμοί. Και τότε, αντί να εστιάσω στη σύγκρουση και την επίλυσή της, απλά ρώτησα:
«Παιδιά, ξέρετε πως βρέθηκε εδώ αυτό το κουκουνάρι»;
«Το έφερε ο αέρας, κυρία».
«Από πού το έφερε;».
«Απέξω από το σχολείο μας».
«Τι έκανε απέξω από το σχολείο μας;».
«Ήταν επάνω σε ένα δέντρο».
«Σε ποιο δέντρο;».
«…».
«Πως λένε το δέντρο του, ξέρετε;».
«Κουκουναριά, κυρία!».
Μερικές φορές νομίζουμε ότι τα παιδιά ξέρουν πολλά από τα πράγματα που εμείς θεωρούμε αυτονόητα. Κάτι που τις περισσότερες φορές δεν είναι αλήθεια. Γιατί άλλο φαντάζομαι και υποθέτω, άλλο γνωρίζω επί της ουσίας. Σε λίγα λεπτά θα σχολούσαμε, οπότε τους είπα ότι την επόμενη μέρα θα ψάχναμε μαζί να βρούμε όλες τις απαντήσεις για το χαμένο κουκουνάρι. Και αποχαιρετιστήκαμε.
Την επόμενη μέρα, πήγα στο σχολείο με την τσάντα των εκπλήξεων. Αυτή είναι μια τσάντα που μπορεί να έχει ο,τιδήποτε μέσα. Από έναν τυραννόσαυρο μέχρι το ηλιακό μας σύστημα και από σποράκια ροδιού μέχρι τον γίγαντα Εγκέλαδο. Όταν καθίσαμε στην «παρεούλα» και ησυχάσαμε, τους πρότεινα να συνεχίσουμε τη χθεσινή μας κουβέντα για το κουκουνάρι. Και άδειασα το περιεχόμενο της τσάντας των εκπλήξεων επάνω στο τραπεζάκι μας. Μέσα υπήρχε ένα χλωρό κλαδί πεύκου με ένα μικρό και ένα μεγαλύτερο πράσινο, κλειστό κουκουνάρι επάνω του, ξερές πευκοβελόνες και δυο ξερά κουκουνάρια, ένα αρκετά ώριμο και ένα σχεδόν ολοκληρωτικά μαδημένο.
Πρώτη μας δουλειά ήταν να τα παρατηρήσουμε από κοντά, καθένας με τη σειρά του και να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα που αναδύονταν. Γιατί έτσι κάνουν οι σοβαροί επιστήμονες. Θέτουν ερωτήματα, ερευνούν, συλλέγουν στοιχεία, παρατηρούν, σκέφτονται, πειραματίζονται, συγκρίνουν, καταγράφουν, συμπεραίνουν, προτείνουν, ελέγχουν, επαληθεύουν. Πιάσαμε το νήμα από τη σωστή απάντηση στην ερώτηση «τι είναι το κουκουνάρι και πως λένε το δέντρο του».
«Το λένε πεύκο, παιδιά. Και η κουκουναριά είναι ένα είδος πεύκου, που το φύλλωμά του μοιάζει με ομπρέλα. Τους σπόρους της, μάλιστα, τους τρώμε, τους βάζουμε και σε φαγητά και σαλάτες, είναι πολύ νόστιμοι και υγιεινοί. Αλλά το κλαδί που σας έφερα είναι από ένα πεύκο έξω από το σχολείο μας. Ας το παρατηρήσουμε με προσοχή. Να θυμάστε ότι δεν κόβουμε τα φυτά και τα δέντρα, εγώ έκοψα αυτό το μικρό κλαδί για εκπαιδευτικούς και επιστημονικούς σκοπούς, για να το δείτε από κοντά. Και φυσικά δεν θα το ξανακάνω. Γιατί τώρα που το έκοψα από το δέντρο του θα ξεραθεί…».
Τα παιδιά παρατήρησαν το ζωηρό πράσινο χρώμα του, τα φύλλα του που «τσιμπάνε» και γαργαλούν το δέρμα και μοιάζουν με τι μοιάζουν; Α, με βελόνες! Φύλλα από τα πλέον ασυνήθιστα στη φύση. Το όνομά τους είναι «πευκοβελόνες», λέξη σύνθετη, δηλαδή μία λέξη που τη φτιάχνουν δύο λέξεις μαζί, το «πεύκο» και οι «βελόνες».
«Δύσκολη λέξη, κυρία, μπερδεύεται η γλώσσα μας όταν τη λέει, όπως με τους γλωσσοδέτες που λέγαμε προχθές».
«Ε, δεν είναι και σαν τη σκουληκομυρμηγκότρυπα. Ούτε σαν την καρέκλα που ξεκαρεκλοποδαριάστηκε!», είπα. Γέλασαν και όλοι θυμήθηκαν τους γλωσσοδέτες που ήξεραν.
«Το κουκουνάρι ποιο μέρος του φυτού είναι τελικά, παιδιά;».
«Το κλαδί!», πετάχτηκε κάποιος.
«Όχι, όχι, αφού κρέμεται από το κλαδί!», διόρθωσε κάποιος άλλος.
«Η ρίζα!», ακούστηκε ξανά.
«Όχι, όχι, η ρίζα είναι μέσα στο χώμα, δεν φαίνεται!», διόρθωσαν ξανά.
Σιγή στο ακροατήριο. Αφού δεν είναι το κλαδί, ούτε η ρίζα, ούτε ο κορμός βεβαίως βεβαίως, τι είναι τελικά; Τι έχει μείνει που δεν είπαμε;
«Το λουλούδι του πεύκου!», πετάγεται κάποιος περιχαρής.
«Μπράβο σας! Τι κάνουν τα λουλούδια των φυτών και των δέντρων συνήθως; Ποια είναι η αποστολή τους;».
Οι απαντήσεις πέφτουν βροχή. «Ανθίζουν!». «Φτιάχνουν σποράκια!». «Δίνουν στις μέλισσες το μέλι!».
«Και πότε λέμε ότι ένα λουλούδι ανθίζει;».
«Όταν είναι ανοιχτό!».
«Είστε καταπληκτικοί! Ορίστε, λοιπόν, εδώ έχουμε ένα κλειστό κουκουνάρι και ένα ανοιχτό. Πείτε μου με ποιες ακόμη αντίθετες λέξεις μπορούμε να περιγράψουμε αυτά τα δύο κουκουνάρια;».
«Φρέσκο και ξερό, κυρία!».
«Τέλεια! Το φρέσκο το λέμε και χλωρό, παιδιά. Άλλες αντίθετες λέξεις για τα κουκουνάρια μας;».
«Πράσινο το χλωρό και καφέ το ξερό!».
«Μεγάλο και μικρό!».
«Επάνω στο κλαδί και κάτω στο χώμα!».
«Είστε εξαιρετικοί επιστήμονες! Μέχρι τώρα παρατηρούμε τα κουκουνάρια και το κλαδί του πεύκου με τα μάτια μας. Καιρός να χρησιμοποιήσουμε τα χέρια και τη μύτη μας. Για πάμε!».
Το κλαδί του πεύκου και τα κουκουνάρια περνάνε από χέρι σε χέρι και από μύτη σε μύτη. Τα μουτράκια παίρνουν διάφορες εκφράσεις.
«Κυρία, αυτό κολλάει!», ακούγεται εν χορώ.
«Ξέρει κανείς γιατί κολλάει; Δεν πειράζει, είναι δύσκολο, θα σας το πω εγώ. Ίσως όμως έχετε ακούσει τη λέξη «ρετσίνι»…».
Ένας δύο την έχουν ακούσει. Εξηγώ τι είναι το ρετσίνι, γιατί το μαζεύουν οι άνθρωποι, που το χρησιμοποιούν (για την παραγωγή της περίφημης ρετσίνας στην οινοποιία, την παρασκευή καλλυντικών, φαρμάκων, βερνικιών, κ.ά.). Δείχνουν εντυπωσιασμένα. Έχουν πολλά να πουν στον μπαμπά και στη μαμά, στον παππού και στη γιαγιά, όταν επιστρέψουν στο σπίτι μετά το σχολείο. Και προχωρώ στην επόμενη ερώτηση.
«Τελικά, από πού ήρθε το κουκουνάρι που βρήκαμε χθες στην αυλή μας, παιδιά;».
«Από το πεύκο, κυρία!».
«Ωραία! Και που βρίσκεται αυτό το πεύκο;».
«Εκεί έξω, κυρία!».
«Που εκεί έξω, βρε παιδιά; Το «εκεί έξω» μπορεί να είναι παντού, έχω μπερδευτεί, βοηθήστε με…».
«Μπροστά από το σχολείο μας, καλέ κυρία, δεν έχει ένα πάρκο με πεύκα; Από εκεί ήρθε!».
«Μπα; Και πως ήρθε, δηλαδή; Πήρε το λεωφορείο του δήμου, ή καβάλησε το άλογό του;».
Χάχανα στο ακροατήριο. Μα πόσο χαζή μπορεί να είναι αυτή η κυρία τέλος πάντων και μας το παίζει και επιστήμονας!
«Έπεσε από το δέντρο του και το έσπρωξε ο αέρας, καλέ κυρία!».
«Μάλιστα! Και γιατί έπεσε, παρακαλώ; Δεν του άρεσε εκεί πάνω που έπαιρνε τον αέρα του, ρούφαγε το χυμό του και είχε και ωραία θέα;».
Άρχισαν να προβληματίζονται. Αυτήν την ερώτηση δεν την περίμεναν. Ώσπου κάποιος φώναξε περιχαρής:
«Έπεσε γιατί γέρασε!».
«Και έριξε και τα σποράκια του!», συμπλήρωσε κάποιος άλλος.
«Θυμάστε που είχαμε μιλήσει για τον κύκλο του νερού; Λοιπόν, αυτός είναι ο κύκλος ζωής του φυτού. Θα μιλήσουμε αναλυτικά τις επόμενες ημέρες γι’ αυτόν. Επειδή, όμως, τώρα κουραστήκατε μετά από τόσες παρατηρήσεις και ανακαλύψεις, πηγαίνετε να κρατήσετε σημειώσεις σε ένα χαρτί για το φάκελό σας και μετά οι πρωινοί να ετοιμαστούν για αποχώρηση και οι ολοήμεροι να πλύνουν χέρια για φαγητό. Γιατί νηστικά αρκούδια, ως γνωστό, δεν χορεύουν! Ούτε κλωτσάνε κουκουνάρια που πέφτουν από τα δέντρα όταν γεράσουν…».
Μετά το φαγητό, έπεσε άλλη μία φαινομενικά απλοϊκή ερώτηση στο τραπέζι.
«Παιδιά, που είναι το πάρκο με τα πεύκα από όπου ήρθε στην αυλή το κουκουνάρι μας;».
«Απέξω από το σχολείο μας, καλέ κυρία! Δεν βλέπεις;».
«Που ακριβώς απέξω, δηλαδή; Φυσικά και δεν βλέπω καλά, όπως εσείς, γι’ αυτό φοράω γυαλιά, εξάλλου…».
«Απέξω από την πόρτα!».
«Δηλαδή, μόλις ανοίξουμε την πόρτα κουτουλάμε πάνω στα πεύκα;».
Γέλια στο ακροατήριο. Δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι σκέτο κουτορνίθι αυτή η κυρία.
«Λίγο πιο πέρα! Δεν είναι τόσο κοντά μας τα πεύκα για να τα κουτουλάμε. Είναι πιο μακριά!».
«Και τι έχει ανάμεσα στο σχολείο μας και στο πάρκο;».
«Τσιμέντο!».
«Αλήθεια; Μου φαίνεται ότι και εσείς χρειάζεστε γυαλιά. Λοιπόν, φτιάξτε ένα «τρενάκι». Πάμε έξω να δούμε αν έχετε δίκιο».
Το «τρενάκι» βάδισε χαρωπά ως την εξώπορτα του σχολείου. Εκεί παρατηρήσαμε για πρώτη φορά με προσοχή το περιβάλλον γύρω από το σχολείο μας και σχολιάσαμε τι βλέπαμε. Μπροστά μας υπάρχει ένας πεζόδρομος, στρωμένος με πλάκες, έχει παρτέρια με φυτά, θάμνους και δέντρα κυρίως, σκαλοπάτια και ράμπα για να μπορούν να περνούν άνθρωποι με ποδήλατα, πατίνια, καρότσια και αναπηρικά αμαξίδια. Αμέσως μετά είναι το πάρκο με τα πεύκα. Μπροστά από το πάρκο είναι μία λεωφόρος διπλής κατεύθυνσης, απέναντι μια στάση λεωφορείων, δεξιά μας στον πεζόδρομο ένα μεγάλο περίπτερο και πιο δεξιά, στο στενό, η είσοδος του διπλανού μας δημοτικού. Αριστερά υπάρχει ένας δρόμος μονής κατεύθυνσης και σπίτια. Πιο αριστερά βρίσκεται ένα βενζινάδικο που δεν φαίνεται όμως από εκεί που στεκόμαστε.
«Κρατήστε τα όλα αυτά, λοιπόν, στο μυαλό σας και πάμε πίσω στην τάξη. Θα φτιάξουμε το χάρτη του σχολείου μας!».
Κάναμε μεταβολή και επιστρέψαμε στην τάξη. Απλώσαμε χαρτί μέτρου επάνω στο τραπέζι και άρχισα να σχεδιάζω το χάρτη, ζητώντας τους να μου πουν που να ζωγραφίσω τι. Έφτιαξα μόνο τα περιγράμματα, έγραψα τα τοπωνύμια, ανέλαβαν να ζωγραφίσουν τα υπόλοιπα. Σε λίγη ώρα ο χάρτης μας ήταν έτοιμος.
«Τώρα μπορούμε με τη βοήθεια του χάρτη μας να περιγράψουμε σε κάποιον σε ποιο σημείο της Νέας Σμύρνης βρίσκεται το σχολείο μας, για να μπορέσει να έρθει να μας επισκεφθεί. Αν μάθουμε και τα ονόματα των οδών, διαβάζοντας τις σχετικές πινακίδες και τα συμπληρώσουμε επάνω του, ο χάρτης μας θα είναι ακόμη πιο βοηθητικός. Συγχαρητήρια σε όλους σας, είστε καταπληκτικοί φυσικοί επιστήμονες και χαρτογράφοι!», είπα. Η ομάδα φούσκωσε από καμάρι και είπε δυνατά το αγαπημένο της σύνθημα: «ένας για όλους και όλοι για έναν!».
«Πάμε τώρα για παιχνίδι στην αυλή. Και που ξέρετε; Μπορεί να βρούμε και κανέναν άλλο θησαυρό που θα μας οδηγήσει σε καινούργιες περιπέτειες. Α! Θυμίστε μου να δούμε αύριο στον υπολογιστή τα είδη των πεύκων και πίνακες ζωγραφικής σπουδαίων ζωγράφων με πεύκα…». Και ίσως να συνεχίσουμε και την ιστορία του κουκουναριού που βρέθηκε χωρίς να το περιμένει στο δημοτικό, γιατί πολύ θα ήθελα να μάθω τι έγινε μετά εκεί…
Όλα άρχισαν από ένα κουκουνάρι. Αλλά δεν εξελίχθηκαν σε άρες μάρες κουκουνάρες. Οι ειδικοί θα μιλούσαν για ανακαλυπτική, διερευνητική μάθηση, εκμετάλλευση του τυχαίου, μαιευτική μέθοδο ανάδυσης της ήδη υπάρχουσας -και όχι μόνο- γνώσης μέσω της εμπειρίας, διαθεματική και διεπιστημονική προσέγγιση της γνώσης, συνεργατική διδασκαλία, ολόπλευρη κινητοποίηση των αισθήσεων, των ικανοτήτων και δυνατοτήτων των παιδιών. Εγώ θα πω απλά ότι ήταν μια συνηθισμένη, παραγωγική μέρα στο σχολείο, από αυτές που δεν βαριέσαι λεπτό. Από αυτές που κάτι μαγικό συμβαίνει και όταν κοιτάς στο τέλος τα μάτια των παιδιών νιώθεις σαν να κατέκτησες το Έβερεστ. Μια συνηθισμένη μέρα στην προσχολική εκπαίδευση, όπου ακόμη υπάρχουν τα περιθώρια να είμαστε ευφάνταστοι, δημιουργικοί και «έτοιμοι για όλα», χωρίς το άγχος και την πίεση των σφιχτών και ανελαστικών αναλυτικών προγραμμάτων και των λοιπών σχολικών υποχρεώσεων. Και κυρίως εκεί όπου έχουμε την ελευθερία και τα περιθώρια ν’ ακούμε τις πραγματικές ανάγκες και τη φωνή των παιδιών και να εκμεταλλευόμαστε τον πηγαίο αυθορμητισμό τους, προς όφελος της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της ολόπλευρης εξέλιξής τους.