Το θυμωμένο αρκουδάκι (έμμετρη διασκευή)
Μία φορά κι έναν καιρό,
σε κάποιο αρκουδοσχολειό,
πήγαινε ένα αρκουδάκι,
που όλοι το φωνάζαν Μάκη.
Ο Αρκούδος, ο μπαμπάς του,
παραήταν νευρικός.
Κάθε δυο και τρεις και λίγο
γινόταν σπίτι τους χαμός.
Τη χερούκλα του χτυπούσε
στο τραπέζι με ορμή.
Πάρ’ το κάτω το βαζάκι
με το μέλι, στη στιγμή.
– Τι θα γίνει, επιτέλους,
με τα νεύρα σου αυτά;
φώναζε η μαμά Αρκούδα.
– Δεν αντέχω άλλο πια!
Μα ο μπαμπάς του φουρκισμένος
ούτε που της απαντά.
Ξεκινά για τη δουλειά του,
την εξώπορτα βροντά.
Μ’ έναν κόμπο στο λαιμό του
και ο Μάκης ξεκινά.
Τον σκουπιδοτενεκέ στο δρόμο
με μανία τον κλωτσά.
Μάκη, Μάκη, αρκουδάκι,
μη σουφρώνεις το χειλάκι.
Μάκη, Μάκη, αρκουδάκι,
χαμογέλα μας λιγάκι!
Στο θρανίο του καθισμένος
είναι προβληματισμένος.
Πώς να μάθει ορθογραφία,
αν δεν έχει ηρεμία;
– Ψιτ, Πάνο, κόλλησα λιγάκι!
Βόηθα με, βρε φιλαράκι.
Ένα Σου έχει ή παραπάνω
η μέλισσα; Λάθος μην κάνω!
Μα ο Πάνος κοροϊδεύει
και καβγάδες του γυρεύει.
Σούσουρο εκεί, στη γαλαρία.
– Μάκη, ενοχλείς, λέει η κυρία.
– Δεν έφταιξα εγώ, κυρία,
μα η δύσκολη ορθογραφία.
Να εξηγήσει προσπαθεί,
μα πάλι δίκιο δεν θα βρει.
– Βγες έξω, λέει η κύρια.
Πνίγει το Μάκη η αδικία.
Θεριεύει τώρα ο θυμός του,
γίνεται εκείνος ο εαυτός του.
Και το κουδούνι σα χτυπάει,
τον Πάνο τον παραφυλάει,
του δίνει ένα χέρι ξύλο
και τον διαγράφει από φίλο.
Μάκη, έχεις σίδερο γροθιά
κι όποιος τη φάει στα μαλακά,
γεμίζει με καρουμπαλάκια,
βλέπει πολύχρωμα αστεράκια.
– Αύριο να ’ρθείς με τον μπαμπά σου!
Γυρεύοντας πας τον μπελά σου!
Είσαι ανυπόφορο αρκουδάκι.
Συνέπειες θα έχεις, Μάκη!
Ο διευθυντής αυτά του λέει.
Πονάει ο Μάκης, μα δεν κλαίει.
Συνήθισε. Ασκώντας βία,
του δίνουν όλοι σημασία.
Σα φεύγει για το σπίτι μόνος,
λιγάκι μαλακώνει ο πόνος.
Το δάσος του τ’ αγαπημένο,
τον κάνει πάντα ευτυχισμένο.
Η ομορφιά τον χαλαρώνει
και το θυμό του μαλακώνει.
Παίζει, ξεχνιέται, γαληνεύει.
Το πρόσωπό του ημερεύει.
Μα το μπουρίνι θα ξεσπάσει
και τη γαλήνη θα χαλάσει,
σαν μάθει τα καμώματά του
στο σπίτι η οικογένειά του.
Ξανά ο μπαμπάς του αγριεύει.
Θυμός σα λάβα τον κυριεύει.
Σηκώνονται όρθια τα μαλλιά του,
καπνοί ξεχύνονται απ’ τ’ αυτιά του!
Ένα χαστούκι σα βολίδα
σκοτώνει πάλι την ελπίδα
ο Μάκης, το μικρό αρκουδάκι
να νιώσει τρυφερά λιγάκι.
Τρέχει ο Μάκης ντροπιασμένος.
Θέλει να εξαφανιστεί ο καημένος.
Βλέπει μια πόρτα εκεί μπροστά του.
Μπαίνει να κρύψει την καρδιά του.
Αχ Μάκη, Μάκη, αρκουδάκι,
μες στη φουρτούνα σα βαρκάκι,
ψάχνεις κι εσύ ένα μουράγιο
να βρεις αγάπη και απάγκιο.
Και να! Τα τύμπανα μπροστά του
βροντοχτυπά με την καρδιά του.
Και μέσα από την τρικυμία
γεννιέται ξάφνου η μελωδία.
– Απίθανος, είσαι βρε Μάκη!
Τι ταλαντούχο αρκουδάκι!
Τυμπανιστής είσαι σπουδαίος,
αστέρας της ορχήστρας νέος!
Σαν τον ακούει του λέει ευθύς
ο δάσκαλος της μουσικής.
Κι ο Μάκης νιώθει τόσο ωραία
με την καινούργια του παρέα!
Όλοι ακούνε και θαυμάζουν.
Μέλι τα βλέμματά τους στάζουν.
Και οι γονείς του καμαρώνουν.
Ξέχασαν πλέον να θυμώνουν!
Κι ο Μάκης, το μικρό αρκουδάκι
στης Γλύκας το παραμυθάκι,
κανέναν πλέον δε χτυπάει.
Μόνο γελάει και αγαπάει!
Το τραγούδι του Μάκη
Όταν λείπει η αγάπη,
είναι ο κόσμος εχθρικός
και προβάλει απ’ τα σκοτάδια
η φουρτούνα κι ο θυμός.
Θέλεις όλα να τα σπάσεις,
η καρδιά σου αλλιώς χτυπά.
Γίνεται σκιά σου η λύπη
και σε τρώει η μοναξιά.
Μάκη, Μάκη, αρκουδάκι,
στη φουρτούνα σα βαρκάκι,
ψάχνεις να ’βρεις λιμανάκι,
της αγάπης το φιλάκι.
Μάκη, Μάκη, αρκουδάκι,
μη σουφρώνεις το χειλάκι.
Μάκη, Μάκη, φιλαράκι,
χαμογέλα μας λιγάκι!
Όταν λείπει η αγάπη,
είναι ο κόσμος εχθρικός
και προβάλει απ’ τα σκοτάδια
η φουρτούνα κι ο θυμός.
Αλλά όταν έρθει η ώρα
κάποιος για να σε νοιαστεί,
ο εφιάλτης προσπερνάει
και χαμογελά η ζωή.
Μάκη, Μάκη, αρκουδάκι,
στη φουρτούνα σα βαρκάκι,
βρήκες τώρα λιμανάκι,
της αγάπης το φιλάκι.
Μάκη, Μάκη, αρκουδάκι,
μη σουφρώνεις το χειλάκι.
Μάκη, Μάκη, φιλαράκι,
πες μας κι ένα τραγουδάκι!
Η έμμετρη διασκευή και το τραγούδι (μουσική και στίχοι) γράφτηκαν με αφορμή το βιβλίο “Το θυμωμένο αρκουδάκι” της Γλυκερίας Γκρέκου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Σαϊτη στη σειρά “Διαθεματικά παραμύθια” για παιδιά από 5 ετών, με εικονογράφηση της Λιάνας Δενεζάκη.