Όταν παιδί βρεθείς στο δάσος με τα πυκνά, πελώρια, δέντρα,
ξετυλίγεις το κουβάρι
περνάς την κλωστή από κορμό σε κορμό
από κλαδί σε κλαδί, από χαμολούλουδο σε χαμολούλουδο,
για να σημαδέψεις το μονοπάτι της επιστροφής
και να μη χαθείς έτσι άμαθος που είσαι
ένας Κοντορεβυθούλης ασκεπής
μια ανυποψίαστη Κοκκινοσκουφίτσα
στο παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού.
Από μια κλωστή
κρέμεται η ζωή.
Όταν έφηβος ανοιχτείς στη βαθιά, ακούραστη θάλασσα
ξετυλίγεις το κουβάρι
αρπάζεις ανυπόμονος την άκρη της κλωστής
την ταΐζεις φλόγα ώσπου να γίνει πυροτέχνημα
κρατώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη σχολική παράσταση
ενώ με την άλλη άκρη της κλωστής
άγρυπνη η μάνα σου ανάβει το καντήλι στον Άγιο
για να βρεις πάλι λιμάνι όταν το χρειαστείς
κι αν κινδυνεύσεις, να καταφέρεις να σωθείς.
Από μια κλωστή
κρέμεται η ζωή.
Όταν νέος ριχτείς στο στίβο του επιούσιου, στο μεροκάματο
ξετυλίγεις το κουβάρι
δένεις τη μια του άκρη στο δεξί καρπό
ενώ η άλλη αναπαύεται στην αθέατη φωλιά του στήθους
να σου θυμίζει για ποιον απέθαντο σκοπό τα νιάτα σου ξοδεύεις
κι έτσι από μόνος σου μπροστά στα Χρέη να στυλώνεσαι
η πλάτη να μην καμπουριάζει
ο νους να σκέφτεται ξάστερα
η ψυχή να μη χαραμίζεται λιμοκτονώντας.
Από μια κλωστή
κρέμεται η ζωή.
Όταν πρόσωπο με πρόσωπο αντικρυστά στον Έρωτα σταθείς
ξετυλίγεις το κουβάρι
περνάς στη βελόνα την κλωστή
να μαντάρεις την καρδιά
που, όταν άβγαλτη ξετσούμισε, φορούσε τα καλά της
μα έπειτα ναυάγησε στο ανερμάτιστο
και ρακένδυτη για τα ελέη Του παρακαλεί
για να μη σε κολατσίσουν της Ανάγκης τα θεριά, οι πόθοι
για να μη σε νυμφευθούν του Ερέβους οι αγκαλιές, οι λύπες.
Από μια κλωστή
κρέμεται η ζωή.
Όταν ώριμος περιπατητής μεσοστρατίς του βίου σου
ξετυλίγεις το κουβάρι
δένεις στην μιαν άκρη της κλωστής ασημένιο αγκιστράκι
ψημένος πια ψαράς στη λίμνη της περισυλλογής
βάζεις για δόλωμα αφράτο χοχλιδάκι
και την πέμπεις ίσια στο καθρέφτισμα τ’ ουρανού
μήπως τη λιμπιστεί κανένα αδέσποτο άστρο
και της ριχτεί μ’ εκούσια αυταπάρνηση
και βγει για πρώτη και τελευταία φορά αληθινή η κρυφή ευχή σου.
Από μια κλωστή
κρέμεται η ζωή.
Κι όταν πια γέροντας στο σκαλοπάτι γείρεις
και μπροστά στην ξώθυρα του παιδικού σου ονείρου
ξετυλίξεις το κουβάρι
μ’ επιδέξια πια μα ροζιασμένα δάχτυλα
κι αντί γι’ άλλο εργόχειρο
πλέξεις τερλίκια για τους χρείαν έχοντες
επειδή δεν προνόησαν οι κατέχοντες
μην πεις «καημένο κουβαράκι μου,
πως εκατάντησες, στα στερνά τι σού ’μελλε να πάθεις».
Από μια κλωστή
κρέμεται η ζωή.
Αυτήν την ίδια την κλωστή αν την τιμήσεις
όσο στα χέρια την κρατάς και προχωράς,
όλα όσα έχασες πάλι θα τ’ αποκτήσεις
όταν θα έρθει η στιγμή να την αφήσεις.
Αυτή η κλωστή ένας στήμονας από κρινάκι του γιαλού είναι.
Αυτή ο κρίνος του Ευαγγελισμού, αυτή τ’ αγκάθι του Σταυρού.
Αυτή η αυλαία της παράστασης, αυτή το κλέος της Ανάστασης.
Του καθενός μας η ζωή δεν είναι μήπως
το παραμύθι μιας κλωστούλας; Ένας μίτος;
Από μια κλωστή
κρέμεται η τιμή.