Βγήκε απ’ την αυλόπορτα του Μάρτη, έριξε μια τελευταία ματιά στο καλαφατισμένο σαχνισί και στάθηκε μετέωρη στο λαξευτό επάνω χείλος του σοκακιού. Η μορφή του, ζωγραφισμένη στο εντοιχισμένο ακρόπρωρο, της έγνεφε καλό κατευόδιο. Καμιά μνησίκακη ρυτίδα, καμιά κεντίδα πόνου δεν αυλάκωνε την ολύμπια γαλήνη της. Μια περαστική δεκαοχτούρα ψέλλιζε τον Ακάθιστο Ύμνο. Οι μολόχες, οι παπαρούνες και τα χαμομήλια συγύριζαν την αχλή από τ’ αέρινο μεσοφόρι της αυγής και τα μυρμήγκια ξεχύνονταν στα κράσπεδα για να βγάλουν το μεροκάματο και τη γενιά τους ασπροπρόσωπη.
Εκείνη σήμερα δεν θα πήγαινε στη δουλειά. Είχε να φέρει εις πέρας μιαν άλλη αποστολή. Να κρούσει μία ακόμη θύρα που ίσως παρέμενε βουβή και επτασφράγιστη. Ή και να άνοιγε διάπλατα στο πρώτο άγγιγμα, καλοκάγαθα καταδεκτική κι ανυποψίαστη. Μπορεί, όμως, και να επιζητούσε περισσότερη προσπάθεια, ένα τράνταγμα. Ή πάλι να την περίμενε το κλειδί στη γλάστρα με τον φουντωτό βασιλικό. Ή κάτω από το υφαντό πατάκι στο πλατύσκαλο, που έγραφε «Είτε έρχεσαι, είτε φεύγεις, μη με λησμόνει». Μπορεί να πρόσμενε ν’ ακούσει μια στεντόρεια φωνή να την καλεί «Σουσάμι άνοιξε», ή και το αντίθετο: ένα γλυκασμό, έναν ψίθυρο «εγώ είμαι αγάπη μου». Ίσως να χρειαζόταν ένα μικρό, αθώο ψέμα, κάτι σαν «αφού το ξέρεις πως είμαι δικός σου για πάντα», για ν’ ανοίξει. Ή και κάτι πιο αναπάντεχο, όπως το «Λάζαρε, δεύρο έξω!».
Όλα ετούτα ήταν πιθανά. Μπορεί όμως και τίποτα απ’ όλα αυτά. Όπως και να είχε, εκείνη έπρεπε να δρασκελίσει το σοκάκι και να περάσει απέναντι. Η επόμενη θύρα εμπρός της έπρεπε ν’ ανοίξει. Είχε ακούσει πως έμενε εκεί ένας ψαράς, που τα μελίσσια του τρυγούσαν αλμυρίκια. Κι ήθελε τόσο να γευθεί αυτό το μέλι.
Έπρεπε να περάσει απέναντι. Και να κρούσει αποφασιστικά τη θύρα στο σπίτι που ο κήπος του έμπαινε στη θάλασσα. Στο σπίτι του Απρίλη.