Καθώς το Πάσχα είναι προ των πυλών, επιλέξαμε να μπούμε στο κλίμα με το αγαπημένο βιβλίο “Πασχαλιά και Πασχαλίτσα” της Λότης Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου, σε εικονογράφηση του Γιώργου Σγουρού, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Εμμέσως πλην σαφώς μιλά για την υιοθεσία, αλλά με έναν υπέροχα παραμυθένιο τρόπο. Είναι ταυτόχρονα λυρικό και ρεαλιστικό, ακουμπά τόσο στη λογική όσο και στην ευαισθησία και καταφέρνει να ισορροπεί αριστοτεχνικά επάνω και στις δύο και να αναδεικνύει χωρίς διδακτισμό και στόμφο το ζητούμενο, που είναι η ανθρωπιά…
Το διαβάσαμε, το ξαναδιαβάσαμε (γιατί πάντα η δεύτερη ανάγνωση, η αναδιήγηση μαζί με τα παιδιά, είναι πιο…χωνευτική), το συζητήσαμε, το ζωγραφίσαμε (και τους πέντε βασικούς ήρωες -εννοείται τους μετρήσαμε- για να μη μείνει κανείς παραπονεμένος), φτιάξαμε τη μικρή χαριτωμένη μας χειροτεχνία με την “κινούμενη” επάνω στο πράσινο φύλλο πασχαλίτσα, είδαμε εικόνες και πίνακες ζωγραφικής με πασχαλιές για να μπορούμε να τις αναγνωρίσουμε και στο δρόμο, ή στην εξοχή, όπου τις πετύχουμε. Και επειδή έχουμε μια αδυναμία, ως γνωστό, στην ποίηση, διασκευάσαμε και την ιστορία σε ποίημα. Το αφιερώνουμε με όλη μας την αγάπη στην αγαπημένη μας συγγραφέα! Ακούστε με να το αφηγούμαι εδώ!
Πασχαλιά και Πασχαλίτσα
Μία φορά κι έναν καιρό,
σ’ έναν ολάνθιστο αγρό,
έπιασε μπόρα δυνατή
και μούσκεψε όλη η γη.
Σαν πέρασε η καταιγίδα,
το ουράνιο τόξο, η ελπίδα,
αγκάλιασε φυτά και ζώα
κι ο ήλιος στέγνωσε τη χώρα.
Μα ένα μικρούλι ζουζουνάκι
έχασε μάνα και σπιτάκι
και λυπημένο το θωρούσε
μια Πασχαλιά και απορούσε.
– Πώς ξέμεινες έτσι μονάχο
σαν της πανσέληνου το βράχο;
Ποιο είναι, μικρό μου, τ’ όνομά σου;
Πούθε κρατάει η γενιά σου;
– Πανώρια μου κυρά, δεν ξέρω!
Όλα τα έχασα, σου λέω.
Είχα φωλιά, είχα μανούλα.
Μετά, σκοτείνιασε η αυγούλα…
– Διόλου μη σκιάζεσαι, μικρό μου.
Θα σε κρατήσω στο πλευρό μου.
Μανούλα σου εγώ θα γίνω,
τον πόνο σου για ν’ απαλύνω.
Στην πράσινη τη φυλλωσιά μου,
στα άνθη τα μενεξεδιά μου,
θα βρεις απάγκιο και φαγάκι.
Και χαμογέλα μου λιγάκι!
– Θα πάω τώρα μια βολτίτσα.
Μούδιασα!, είπε η ζουζουνίτσα.
Μα όταν επέστρεψε το γιόμα,
ήταν πιο λυπημένη ακόμα.
Ποιος έφταιξε; Ένα σαλιγκάρι
που σεργιανούσε στο χορτάρι.
«Φυτά και έντομα διαφέρουν»,
είπε. «Αυτό όλοι το ξέρουν!».
– Μην το ακούς εσύ, καρδιά μου.
και κούρνιασε στην αγκαλιά μου.
Τις διαφορές δε λογαριάζει
η Αγάπη. Μόνο μέλι στάζει.
Την άλλη μέρα στο κηπούλι
το έντομο βγήκε το μικρούλι.
Μα πάλι γύρισε κλαμένο,
αμίλητο και πικραμένο.
– Δε μοιάζετε με τη μαμά σου
που τη φωνάζεις, Πασχαλιά σου.
Εσύ είσαι σαν την παπαρούνα
κι έχεις μαυριδερή μουτσούνα!
Αυτά είπε ένα σκουληκάκι
τεντώνοντας το λαιμουδάκι.
Και το ζουζούνι μας γιαγέρνει,
πολύ κατάκαρδα το παίρνει.
– Ποιος νοιάζεται τι χρώμα έχω;
Να σ’ αγαπώ εγώ αντέχω.
Γι’ αυτό μη δίνεις σημασία
στα σοβαρά, ή και στ’ αστεία.
Έτσι είπε πάλι η Πασχαλιά
κι ορθάνοιξε την αγκαλιά
στο τρυφερό της ζουζουνάκι,
να του γλυκάνει το φαρμάκι.
– Δε σου ταιριάζει η μάνα ετούτη.
Εγώ θα σε γεμίσω πλούτη!
Διάλεξε εμένα για μαμά,
τ’ ορμήνεψε μια κερασιά.
– Όσα μου τάζεις, χάρισμά σου,
τα πλούτη σου και τα καλά σου!
Δεν έχουν βούλες τα κεράσια
και τα πουλάνε στα καφάσια.
Σας λέω την τελευταία μου λέξη,
εγώ μανούλα έχω διαλέξει
την Πασχαλιά που σαν ανθίζει,
η αγάπη της μοσχομυρίζει.
Και από τότε ίσαμε τώρα,
με τη λιακάδα, με τη μπόρα,
έχει η Πασχαλιά παιδάκι
ένα μικρούλι ζουζουνάκι.
Είναι η καλή μας Πασχαλίτσα,
η μαυροκόκκινη Λαμπρίτσα,
που κάθε Πάσχα μας θυμίζει:
η Αγάπη όρια δε γνωρίζει!