12 Απριλίου 2020, Κυριακή των Βαϊων
Ο Γκάρι θυμάται…
Εκείνη η μέρα έμελλε
να είναι η τυχερή μου,
αφού άλλαξε σε μια στιγμή
ολότελα η ζωή μου.
Απ’ τη γωνιά την ταπεινή
του στάβλου μου με πήραν
ζεστό και ξεσαμάρωτο.
Σταλιά δεν μ’ αποπήραν!
Μονάχα ένα υφαντό
μου ρίξανε κιλίμι
στη ράχη την ταλαίπωρη.
Μηδέ χρυσό κι ασήμι.
-Δεν έχει χρεία ο Κύριος
από τιμές και πλούτη.
Δεν είναι η βασιλεία Του
για τη ζωή ετούτη.
Έτσι άκουσα ψιθυριστά
να λεν οι μαθητές Του.
Τη βούλησή τους μέλωνε
με τις αθιβολές Του.
Καλοσυνάτος πρόβαλε
και φωτεινός μπροστά μου.
Η ανάσα Του σαν μ’ άγγιξε,
γλυκάθηκε η καρδιά μου.
-Έλα, καλό μου, τάχυνε,
πριχού σωθεί η μέρα,
να φτάσουμε ως το Ναό
του θείου μου Πατέρα.
Έτσι είπε μ’ ένα στεναγμό
και με περίσσια χάρη.
Δεν έπιασε το καμουτσί,
μήτε το χαλινάρι.
Κι ούτε το δρόμο μου ’δειξε,
τον κάτεχα από πάντα.
Μόνο σιγοψιθύριζε:
-Βάστα ψυχή μου, αγάντα…
Κι αναρωτιόμουν ο φτωχός
προς τι η παράκλησή Του.
Που να το φανταζόμουνα
ποια η κατάληξή Του.
Μαξιλαράκια έμοιαζαν
οι πέτρες που πατούσα.
Τη στράτα, λες, δεν άγγιζα.
Σαν το πουλί πετούσα!
Γύρω μας κόσμος και ντουνιάς
πολύς επευφημούσε.
Μα εκείνος χαμογελαστός
κι ήσυχος τους θωρούσε.
Σαν τ’ άστρο της Ανατολής
φέγγιζε η θωριά Του.
Κανένα δεν ξεχώριζε:
λύκοι κι αμνοί, παιδιά Του.
-Γρίκα! Φωνάζουν «Ωσαννά!»
Δαφνόφυλλα σου στρώνουν!
Σε προσκυνούνε, σε υμνούν,
για σένα βαλαντώνουν.
Με δυσκολία το πλήθος τους,
Δάσκαλε, δες, διασχίζω!
Κι από τη σαστιμάρα μου
ξέχασα να…γκαρίζω!
Γιάντα, ακριβέ μου Κύριε,
δεν χαίρεσαι; Δεν νιώθεις
πως για όλο ετούτο το λαό
δεν είσαι απλός στρατιώτης;
Και πως δεν είσαι ο ξυλουργός
από τη Γαλιλαία,
μόν’ είσαι ο Βασιλέας τους
με τη χρυσή ρομφαία;
Τούτα και άλλα έκρενα,
μα εκείνος δεν μιλούσε.
Μονάχα με το χάδι του
ευθεία μ’ οδηγούσε.
Αγάλι αγάλι φτάσαμε
κάποια στιγμή στην πόλη.
Πέρα, στα Ιεροσόλυμα,
που ’χαν γιορτή και σχόλη.
Όταν ξεκαβαλίκεψε
να πάει στη δουλειά Του,
λιγάκι κοντοστάθηκε.
Με πήρε αγκαλιά Του.
Για μια στιγμή εθάρρεψα
πως στάθηκε ο χρόνος
και πως για πάντα απόθανε
του κόσμου κάθε πόνος.
Μα έπειτα πάλι άρχισε
η ανέμη του να γνέθει
κι ο μύλος του ο παστρικός
τη μοίρα μας ν’ αλέθει.
Επέστρεψα στον τόπο μου.
Με βάλαν στο παχνί μου
κι έπιασα πάλι απ’ την αρχή
σκυφτός τη δούλεψή μου.
Μέρες μετά, στο Γολγοθά
είδα να Τον πηγαίνουν.
Τότε ένιωσα τα «Ωσαννά»
του ανθρώπου τι σημαίνουν.
Και κάλλιο να ’μαι γάιδαρος
είπα στον εαυτό μου,
παρά Θεός που δεν μπορώ
να βρω τον Άνθρωπό μου.
Το τραγούδι της ημέρας: https://www.youtube.com/watch?v=ryeEq7VYv1Y