Θεόφιλος και Κασσιανή

Κωνσταντινούπολη, 1190 περίπου χρόνια πριν. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος έπρεπε ν’ αποφασίσει για το μέλλον του, αλλά και για το μέλλον της αυτοκρατορίας. Χρειαζόταν μία σύζυγο, είχε χρέος ν’ αφήσει πίσω του ένα διάδοχο. Η συνετή βασίλισσα και μητριά του Ευφροσύνη σκέφτηκε να καλέσει στο παλάτι τις πιο προικισμένες κοπέλες του βασιλείου, για να επιλέξει νύφη ανάμεσά τους. Εκείνος δεν θα είχε παρά να περπατήσει στους πανέμορφους κήπους του και να διαλέξει το άνθος που θα του άρεσε περισσότερο. Μόνο που δεν έφτανε να είναι το πιο όμορφο και το πιο ευωδιαστό. Έπρεπε και να μπορεί να σταθεί επάξια πλάι του, στο θρόνο του Βυζαντίου.

Συλλογισμένος, πήρε στα χέρια του ένα μήλο ολόχρυσο από τη φρουτιέρα που στόλιζε τη μεγάλη τράπεζα. Καθώς το περιεργαζόταν, το πρόσωπό του καθρεφτίστηκε επάνω του. «Ήρθε η ώρα να δοθείς σ’ εκείνη που θα γίνει η δική μου Εύα. Μακάρι να μη λαθέψω και να σ’ αποκτήσει η αξιότερη», μονολόγησε. Και με το χρυσόμηλο στη χούφτα του, τάχυνε αποφασιστικά το βήμα του, για να συναντήσει τη γυναίκα της ζωής του.

Όταν ο Θεόφιλος εμφανίστηκε μπροστά στις υποψήφιες νύφες με όλη του τη μεγαλοπρέπεια και με τους βασιλικούς του ακολούθους σε παράταξη, κάθε ήχος και ψίθυρος στην αίθουσα του Χρυσοτρίκλινου σταμάτησε. Μονάχα οι τρίλιες των κορυδαλλών και οι στριγκιές κραυγές των παγονιών ακούγονταν απ’ τ’ ανοιχτά πορτοπαράθυρα. Οι ομορφότερες και οι πιο καλοαναθρεμμένες κόρες της αυτοκρατορίας στέκονταν μπροστά του. Ήταν λες και οι ολάνθιστοι κήποι του Μεγάλου Παλατιού να είχαν εισβάλει στο εσωτερικό του. Μόνο που τα υπέροχα άνθη τους είχαν τους λυγερούς κορμούς τους στραμμένους προς τη γη, τα μάγουλά τους ρόδινα από την έξαψη και τη ντροπή και τα χείλη τους επτασφράγιστα. Ήταν τόσο απόλυτη η σιγαλιά στην υπέρλαμπρη αίθουσα, που καθώς βάδιζε ο Θεόφιλος, το απαλότατο θρόισμα από τα απαστράπτοντα, μεταξωτά του ενδύματα ακουγόταν πεντακάθαρα.

Και να τον, σοβαρό και μεγαλόπρεπο, μπροστά από τις αρχοντοπούλες. Όλα τα άνθη διαλεχτά, το ένα ομορφότερο από τ’ άλλο. Μα εκεί, στο βάθος της σειράς, ένα τους ξεχωρίζει. Σαν την πανσέληνο σε μπλάβο ουρανό φέγγει και γοητεύει. Δεν είναι ονείρου ζωγραφιά, δεν είναι οπτασία. Τη λένε Κασσιανή και κατάγεται από αρχοντική γενιά. Πολλοί μιλούν γι’ αυτήν, μα όχι μόνο για τα κάλλη της. Πως είναι κι έξυπνη και γνωστική, καλόψυχη κι ευγενική, πως είναι και άριστα μορφωμένη σχολιάζουν. Μπροστά της στέκει τώρα ο Θεόφιλος και νιώθει την ανάσα του να κόβεται και τις παλάμες του άξαφνα να ιδρώνουν. Κλονίζεται, η ομορφιά και το παράστημά της τον μαγεύουν. Μα διόλου δεν το δείχνει. Σφίγγει λιγάκι περισσότερο στη χούφτα το χρυσόμηλο, να μη γλιστρήσει και στο πάτωμα του πέσει. Θέλει όσο τίποτα τα μάτια της να δει. Μετράει στο νου του μία μία λέξεις λιγοστές, μα σημαδιακές:

-«Απ’ τη γυναίκα πηγάζουν τα χειρότερα», της λέει, έχοντας την Εύα που πλάνεψε τον Αδάμ κι έχασαν τον Παράδεισο για πάντα, στο μυαλό του. Από το ρόδο μόνο ένα αγκάθι ο Θεόφιλος στην Κασσιανή προσφέρει. Ο λόγος του βαρύς, προσβλητικός. Δύσκολα θα βρισκόταν άντρας το βασιλικό το λόγο ν’ αντικρούσει. Πόσο μάλλον μια γυναίκα, έστω και της σειράς της.

Μα να που εκείνη το τολμά. Σηκώνει το κεφάλι, τον κοιτάζει. Τα μάτια της έχουν το χρώμα του μελιού, μοιάζουν με χρυσαφένια χελιδόνια. Και τα δικά του καθώς το βλέμμα το δικό της συναντά, ίδια είναι με κάρβουνα στη θράκα αναμμένα.

-«Κι απ’ τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα», του απαντά η Κασσιανή, έχοντας την Παναγία, την υπεραγία μητέρα του Χριστού, στο μυαλό της. Ξαφνιάζεται, ταράζεται ο βασιλέας. Από τη μια το θάρρος και την ευστροφία της θαυμάζει. Από την άλλη αυτά της τα χαρίσματα τον κάνουν να τρομάζει. Ο εγωισμός του τραυματίζεται. Πως τόλμησε να του αντιμιλήσει; Παίρνει με κόπο το βλέμμα του από πάνω της. Κάνει δυο βήματα ακόμη, κοντοστέκεται και βιαστικά αποφασίζει. Δίνει το χρυσόμηλο σε μια άλλη υποψήφια, τη Θεοδώρα. Πιο εύκολο του φαίνεται να προδώσει την καρδιά του, παρά να επιλέξει για σύζυγο μια γυναίκα ισάξιά του.

Πέρασαν χρόνοι πολλοί από εκείνη την παράξενη ημέρα. Η Κασσιανή ξόδεψε ολόκληρη την περιουσία της για να χτίσει ένα μοναστήρι κοντά στα τείχη της Βασιλεύουσας κι έχει εκεί αποσυρθεί. Γράφει ποίηση και μουσική, το ταλέντο της ως υμνωδού είναι σ’ όλη την επικράτεια ξακουστό. Μα η πληγή μέσα της ματώνει πότε πότε και πονά. Όχι επειδή κάποτε κλώτσησε μια τύχη ζηλευτή. Μα επειδή εκείνος, ο Θεόφιλος, δεν θέλησε, παρόλο που ήταν φανερό πως την αγάπησε, να την εμπιστευθεί.

Ώσπου ένα δείλι φθινοπωρινό φασαρία απρόκλητη τη γαλήνη της αναστατώνει. Κοιτάζει απ’ του κελιού της το παράθυρο και τι να δει: στον περίβολο του σεβαστού μοναστηριού ο αυτοκράτορας Θεόφιλος με τη φρουρά του ξεπεζεύουν. Τα φυλλοκάρδια της ριγούν, λιγοθυμιά της έρχεται. Από μια ξεχασμένη απ’ τον κόσμο καλογριά τι να γυρεύουν; Όχι, της είναι αδύνατο μπροστά του πάλι να βρεθεί. Το πρόσωπο, τα μάτια του δεν το μπορεί ξανά να τ’ αντικρύσει. Πετάγεται έντρομη απ’ το σκαμνάκι της, τον ύμνο που έγραφε επάνω στο τραπέζι μισοτελειωμένο παρατά. Μα που να πάει; Που να κρυφτεί; Τα βήματά του πλησιάζουν, όπου να ’ναι τη θύρα του κελιού της θα σπρώξει και θα μπει. Μονάχος θέλησε για τελευταία φορά να έρθει να την δει. Μες στην απελπισία της κάνει ότι θα έκανε κι ένα άτακτο μικρό παιδί. Σε μια ντουλάπα μέσα κρύβεται η Κασσιανή κι ασάλευτη παλεύει να σταθεί. Κρατώντας και την αναπνοή της ακόμη, όσο περισσότερο μπορεί…

Έφτασε ο αυτοκράτορας Θεόφιλος. Μπαίνει στο ταπεινό κελί και με λαχτάρα την αναζητεί. Βρίσκεται πια στου βίου του τη δύση και, πριν πεθάνει, θέλει να την συναντήσει, να την αποχαιρετήσει. Τον έρωτά του τον ανεκπλήρωτο γι’ αυτήν επιτέλους να εξομολογηθεί. Και όχι σαν βασιλέας μα σαν άντρας να παραδεχθεί, πως το μετάνιωσε πικρά που τόσο σκληρά και τόσο απόλυτα τότε, στα νιάτα τους, την ευτυχία τους απαρνήθηκε. Στα πόδια της μπροστά να πέσει, να της ζητήσει να τον συγχωρέσει.

Μα η Κασσιανή είναι άφαντη. Κι εκείνος νιώθει πως και η τελευταία του ευκαιρία να τη δει, έχει χαθεί. Το πρόσωπό του φλογίζεται, τα μάτια του υγραίνονται. Τα δάκρυά του στάζουν στο τραπέζι και λεκιάζουν το χειρόγραφο με τον μισοτελειωμένο ύμνο της αγαπημένης του.

«…Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου•…».

Διαβάζει τα γραφόμενά της, παίρνει με χέρι τρεμάμενο την πένα, τη βουτά στο μελανοδοχείο και προσθέτει από κάτω έναν ακόμη στίχο, της ψυχής του μία αιμάτινη γραμμή:

«…αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε».

Ένας θόρυβος αχνός σαν αναστεναγμός κάνει τον αυτοκράτορα Θεόφιλο από τις σκέψεις του απότομα να βγει. Παρατηρεί γύρω το χώρο κι αντιλαμβάνεται πως η ντουλάπα στη γωνία κρύβει κάποιαν που εκείνος απελπισμένα τόσα χρόνια ονειρεύεται και δεν λησμονεί. Ξέρει τώρα πια τι θέλει, μα καταλαβαίνει και τι οφείλει να μπορεί. Κι αποφασίζει την επιθυμία της Κασσιανής να σεβαστεί. Καρφώνει για μια στιγμή τα μάτια του στη χαραμάδα της ντουλάπας, που μοιάζει από την αγωνία να βαριανασαίνει. Είναι αυτή η ύστατη στιγμή ανεκτίμητη, όπως και κάθε αγάπης η πιο αληθινή στιγμή. Κι έπειτα, αμίλητος κι ευθυτενής, βγαίνει απ’ το κελί και για πάντα αναχωρεί…

Κάθε Μεγάλη Τρίτη ψάλλεται στις εκκλησιές μας το Τροπάριο της Κασσιανής. Δεν έχει σημασία αν όλα τα παραπάνω είναι ιστορία απολύτως τεκμηριωμένη, ή παράδοση που υφάνθηκε ανεξίτηλα στο πέρασμα του χρόνου, ντυμένη με μία γλώσσα κάπως λογοτεχνική. Σημασία έχει ότι η αγάπη για την οποία μιλάει είναι πέρα για πέρα αληθινή. Και μακάρι να ζούμε και να πορευόμαστε κι εμείς μ’ αυτή.

Έγραψα και διάβασα το κείμενο αυτό στις 14 του Απρίλη 2020 τα χαράματα, Μεγάλη Τρίτη. Όλα δείχνουν πως το φετινό Πάσχα, εν μέσω της παγκόσμιας πανδημίας του κορονοϊού, δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ. Εύχομαι σε όλους Καλή Ανάσταση, με υγεία, αγάπη, αλληλεγγύη και Φως.

Μπορείτε να με ακούσετε να το αφηγούμαι εδώ:
https://www.youtube.com/watch?v=JFvmJe3DxVM&fbclid=IwAR2WnHXKgcssU-UdlSaNIaeq8BZoCxyyWgpmgzf9-8JTsbnzctqA-qigW8w